-
21 συγ-κυρέω
συγ-κυρέω (s. κυρέω), von Personen, zusammentreffen, zusammengerathen, einander begegnen; μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, Il. 23, 435, daß sie nicht an einander geriethen; τῇδε συγκῠρσαι τύχῃ, Soph. O. C. 1404; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας, Eur. Andr. 1173; πόϑεν μοι συνέκυρσ' ἀδόκητος ἡδονή; Ion 1448; von Schiffen, Her. 8, 87. 92; übh. sich zu gleicher Zeit ereignen, zutragen, c. int., 9, 10; τὰ συγκυρήσαντα, die Ereignisse, 1, 119. 8, 136; auch ungewöhnlich im pass., τὸ εἰς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον, 9, 37. Oft bei Sp. : παρὰ δόξαν αὐτοῖς τῶν πραγμάτων συγκυρούντων, Pol. 5, 18, 6; δύο τὰ κάλλιστα συνεκύρησε τοῖς Ῥωμαίοις, 2, 20, 8; aber auch ἡ ἔξωϑεν συγκυροῠσα ταύταις ταῖς χώραις ϑάλαττα, 3, 59, 7, das Meer, welches diese Länder berührt; so τὰ συγκυροῠντα πρὸς τὴν Μεσσηνίαν, Strab. 8, 3, 17; vgl. Plut. Aristid. 11; τοιῷδε τέλει συγκῠρσαι, Luc. philopatr. 15.
-
22 ὀψέ
ὀψέ (von ἐπί, wie ὄπις, ὄπισϑε), nach her, bes. lange Zeit darnach, spät; ἔκ τε καὶ ὀψὲ τελεῖ, Il. 4, 181; ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε, 7, 399 u. öfter; καὶ ὀψέ περ, wenn auch spät erst, 9, 247; εἰςόκεν ἔλϑῃ δείελος ὀψὲ δύων, spät, 21, 232, wie Od. 5, 272; ὀψὲ κακῶς νεῖαι, 11, 114; ὀψέ περ, Pind. N. 3, 77; γνώσῃ διδαχϑεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν, Aesch. Ag. 1339; ὄψ' ἄγαν ἐκμανϑάνω, Soph. O. C. 1264; ϑεοὶ γὰρ εὖ μέν, ὀψὲ δ' εἰςορῶσι, 1533, öfter; ὀψὲ φρονεῖς εὖ, Eur. Or. 99; Bacch. 1343; Thuc. 4, 106 u. öfter; ἕως ὀψέ, bis spät an den Abend, 3, 108, v. l. ἐς ὀψέ, wie 8, 23; Sp.; μάλα γε ὀψὲ ἀφικόμενος, Plat. Prot. 310 c; νύκτωρ περιιόντες ὀψέ, Crat. 433 a; ὅτι ὀψὲ εἴη, Conv. 217 d; Folgde. – Comparat., ὀψιαίτερον τοῦ δέοντος, Plat. Crat. 433 a; ὀψιαίτατα ἀπαλλάττονται, Prot. 326 c, wie Xen. Cyr. 8, 8, 9; ὡς μὲν ἐδύνατο ὀψιαίτατα κατήγετο εἰς τὰς πόλεις, ὡς δὲ πρωϊαίτατα ἐξωρμᾶτο, Hell. 4, 5, 18; Folgde; ὀψὲ ποιούμενος τὰς ἐξαγωγάς, Pol. 11, 22, 2; auch c. gen., ὀψὲ τῆς ἡλικίας, Luc. Dem. enc. 14, vgl. amor. 37, wie schon Xen. sagt τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν, spät am Tage, Hell. 2, 1, 23; τῆς δὲ ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ, Dem. 21, 84, es war spät an der Zeit; auch ὀψὲ τῶν Τρωϊκῶν, lange nach dem trojanischen Kriege, Philostr. S. auch ὄψιος.
-
23 δύναμις
δῠνᾰμις (-ις, -ιν)1 power, resources cf. Fränkel, W & F 359. ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν (sc. Ἱέρωνα) O. 1.104 τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο (sc. ἐμοί i. e. poetic resource) O. 9.82τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83
Λοκρὶς παρθένος διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές i. e. through the power of Hieron P. 2.20σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμά τε καὶ δύναμιν υἱοῦ i. e. his physical strength N. 1.57 διείργει δὲ ( ἡμᾶς sc.)πᾶσα κεκριμένα δύναμις N. 6.3
εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα, ἰδὼν δύναμιν οἰκόθετον Pae. 1.4
] δύναμις ἀρκεῖ ( ὧν σοι] e. g. supp. Snell) Πα. 1.. ]δυνᾳμ[ ?fr. 333d. col. 2. 16. -
24 ἕ
1 ἕ; acc. pers. pron.: him, her, itκλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος· αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις λέλογχεν O. 9.14
τυφλὸν δ ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν codd.: ἐὰν Σγρ: “on peut garder l' ἑὰν des manuscrits,” Des Places, 25) N. 7.252 οἱ (οἷ cod. unus, Boeckh, οἱ cett. N. 1.61: οἷ coni. Boeckh, οἱ codd. P. 9.84: οἷ coni. Kayser, θεῷ codd. N. 10.31: οἱ ( ϝοι) always follows a vowel, long or short, save in two dubious examples, following a relative conjunction, O. 1.57, fr. 169, 51: οἱ is correptedοἱ οὐδὲ N. 3.39
,οἱ ἀντάυσε P. 4.197
: the reference of οἱ must always be deduced from sense alone, but cf. iii: οἱ does not follow prepositions.)a = αὐτῷ, αὐτᾷ. — [( ἄταν), ἅν οἱ πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (Hermann, v. d. Mühll, M. H., 1954, 52: τάν οἱ codd. contra metr.: ἅν τοι Fennel) O. 1.57] τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι λτ;οἱγτ; πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (Tricl.: οἱ προῆκαν codd.: to Tantalos) O. 1.65 τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (for Hagesias) O. 6.20 ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (to lamos) O. 6.65 ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα. δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (to Diagoras) O. 7.89 ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι (to Opous. “datif d'intérêt” Des Pl.) O. 9.67 δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (from Xenophon) O. 13.29κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.71
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (to Ixion: “datif d'intérêt.” Des Pl.) P. 2.42 “ ἐπί οἱ Κρονίων ἔκλαγξε βροντάν” (in answer for Euphamos) P. 4.23, cf. P. 4.197 ἦλθε δέ οἱ μάντευμα (to Pelias) P. 4.73 καί ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν (at Jason's bidding) P. 4.189 ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε (in answer to Jason's prayer) P. 4.197 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. καιρὸν Δαμόφιλος) θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (“οἱ se rapporte à καιρός — plutôt qu'à Damophile” Des Pl.) P. 4.287 ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν; (upon Cyrene) P. 9.36 “ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” (to Cyrene) P. 9.56 τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα (with Amphitryon: οἷ Boeckh, “sans doute parce que le pronom dépend ἀπὸ κοινοῦ de τέκε et surtout de μιγεῖσα” Des Pl.) P. 9.84 κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (to Persephone) N. 1.14 ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (to Sicily) N. 1.16 παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν” (for Amphitryon: “éthique” Des Pl.) N. 1.58ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39
φύτευέ οἱ θάνατον (for Peleus) N. 4.59 κατένευσέν τέ οἱ (to Peleus) N. 5.34, cf. N. 1.14 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (to Polydeukes) N. 10.79 τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel: οἱ τέκε codd.: to Herakles) I. 4.64, cf. P. 2.42 λάμβανέ οἱ στέφανον (for Pytheas: “datif d'intérêt” Des Pl.) I. 5.62 εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ( σύν adverbially) I. 6.12, cf. N. 4.59ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ πέμψεν θεὸς αἰετόν I. 6.49
ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8
Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν[ (for Perseus) Δ. 4. 37.b where οἱ has to some extent possessive significance.λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23
Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον (the family of Oidipous) O. 2.42σάφα δαεὶς ἅ τέ οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (Boeckh: τοι codd.) O. 10.87μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.37
διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91
κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας (join ἐπὶ with κρατί) P. 1.7οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63
“ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4. 37. “ αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.48αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος P. 4.264
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.109
εἶπε δ' ἐν μέσσοις (sc. Ἀνταῖος) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις ( ἀμφί adverbially) P. 9.120 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (“éthique-possessif” Des Pl.) N. 3.57 cf. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (where οἱ may refer to Homer or Odysseus) N. 7.22ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.40
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενὶ σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
c where οἱ in a subordinate clause refersa to the subject of the principal verb.ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
δεῖξεν ὥς τ' ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο, ὥς τέ οἱ αὐτὰ ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν O. 13.76
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ (sc. τὸν Ἰάσονα) κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Αἰήτας. but v. πράσσω) P. 4.243II to some other person. πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ, υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε χαίταν (“οἱ intellege πατρί,” Schroeder) O. 14.22 cf. P. 9.120d fragg. ]το οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10
]άδις, οὕς οἱ[ (Π: οὔ σ' οἱ vix hic aptum, nott. Snell) fr. 169. 51.e dub. [ τί οἱ codd.: τῷ Mingarelli N. 10.15]3 ἱν (= ϝιν, on analogy of τίν, cf. Hes., fr. 245 M-W.) “ οὐδ' ἀπίθησέ ἱν” (coni. Hermann: νιν codd., Σ: “parmi les solutions —, il en est une —: c'est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d'un datif” Des Pl.) P. 4.36 [ἱν coni. Hermann: νιν codd. N. 1.66] [ εἰ γάρ σύ ἱν (coni. Maas: cf. Schadewaldt, 322̆{1}: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) N. 7.98] -
25 εἰσηγέομαι
A lead in,εἰσηγοῦ σὺ λαβὼν ἡμᾶς Ar.Av. 647
; bring in, introduce,ἀοιδάς Simon.174
(dub.); ofreligious rites, Hdt.2.49;δημαγωγίαν Plb.2.21.8
;ἔθος D.H.11.50
.2 introduce, propose,τὴν πεῖραν Th.3.20
;γῆς ἀναδασμούς Pl.Lg. 684e
;νόμον Diph.38
, cf. D.18.148, etc. ;δόγμα Ph.1.140
,al.; εἰ. περί τινος make a proposal on a subject, Isoc.4.170 : c. inf., propose, εἰ. τὴν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν to let her go, Pl.Smp. 176e, cf. Cri. 48a, cf. D.H. 6.51, Plu.Publ.16;τοῦτο τὸ μάθημα, ὅτι καλὸν εἴη Pl.La. 179e
;εἰ. ὅπως.. Plu.Them.20
; εἰσηγουμένου τινός at his proposal, on his motion, Th.4.76, cf. IG5(1).1451.6 (Messene, ii A.D.), etc.3 εἰσηγεῖσθαί τινι represent to a person,ἐσηγεῖται.. τοῖς ἐν τέλει οὖσιν ὡς οὐ χρεών.. Th.7.73
: hence, advise, instruct, ;τοῖς νεωτέροις Isoc.1.4
;εἰ. τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ καταλαβεῖν τῶν χωρίων Lys.14.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσηγέομαι
-
26 εὔπορος
εὔπορ-ος, ον,A easy to pass or travel through, ἄτης.. πέλαγος οὐ μάλ' εὔ. A.Supp. 470; ; τὰ εὔ. open ground, X.Eq.Mag.4.4;εὔπορον ἦν διιέναι Th.4.78
, cf. X.An.3.5.17; εὔ. ποιεῖν τὰ ὦτα to open one's ears, Luc.Lex.1; μήτρα lax, Sor.1.34.2 easily got, easily done, easy,τὰ μέγιστα.. σφι εὔπορά ἐστι Hdt.4.59
;πολλά τοι θεὸς κἀκ τῶν ἀέλπτων εὔπορ' ἀνθρώποις τελεῖ E.Fr. 100
; παρ' ἐμοῦ δ' ἔστιν ταῦτα εὔ. Ar.Pl. 532, cf. Pl. R. 404c;φιλία.. εὔ. εἴη Ar.Lys. 1266
;τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον -ωτέραν Th.1.93
;πλεῖστον.. μέλι καὶ -ώτατον Pl.R. 564e
; τὸ εὔ., = εὐπορία, εὑρίσκειν τὸ εὔ. Hp.Art.78;διὰ τὸ εὔ. τῆς ἐλπίδος Th.8.48
; εὔπορόν ἐστι it is easy, c. inf., X.An.3.5.17, D.3.18, etc.; ἐν εὐπόρῳ κεῖται c. inf., Str.10.3.8: [comp] Comp. - ώτερον Pl.R. 404c.2 of persons, full of resources or devices, ingenious, inventive, opp. ἄπορος, E.Fr. 430 ([comp] Sup.);εἰ οὖν τις.. -ώτερος ἐμοῦ Pl.Phd. 86d
;εὔ. ἐν τοῖς ἀπόροις Alex.234.5
; -ώτεροι πρὸς ἅπαν ἔργον Pl.Prt. 348d
: c. inf.,χρήματα πορίζειν -ώτατον γυνή Ar.Ec. 236
;ἐς τὴν δίαιταν -ώτατοι Id.V. 1112
.III well-provided with, rich in,πόλιν τοῖς πᾶσιν -ωτάτην Th.2.64
;τὰ περὶ τὸν βίον -ώτεροι Isoc.8.19
; τίς -ώτερος χρημάτων; D.Chr.3.132: abs., fertile,γῆ Poll.1.186
; well-furnished,πράγματ' -ώτερα D.19.89
; well off, wealthy, οἱ εὔ. Id.1.28, etc.; opp. οἱ ἄποροι, Arist.Pol. 1279b8, etc.; persons of substance, capable of bearing taxation, SIG344.115 ([comp] Sup., Teos, iv B.C.);εὔ. καὶ ἐπιτήδειος POxy.1187.11
(iii A.D.), etc.2 in abundance,εὐ. ἔχειν πάντα Th.8.36
; οὐκ εὐ. ἔχω I don't feel well, Luc.Lex.2 codd. ( εὐφ- Cobet).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπορος
-
27 τέλειος
τέλειος and [full] τέλεος, α, ον, in Trag., [dialect] Att., and [dialect] Dor.also ος, ον, A.Eu. 382 (lyr.), Pl.Phlb. 67a, Arist.EN 1153b16, SIG265 (Delph., iv B.C.), etc.: the form τέλειος is alone used by Hom., neither form in Hes.; τέλεος is alone used by Hdt., exc. in 9.110; in Trag. and [dialect] Att. both forms occur; [dialect] Att. Inscrr. up to the end of iii B.C. have only τέλεος, IG 12.76.39, al., and τέλεος, τελέως, τελεῶ are recommended by Thom. Mag.p.358R.; τέλειος first in IG22.2314.51, al. (early ii B.C.), freq. in Papyri (PCair.Zen.429.13, al. (iii B.C.), etc.), but the neut. used as Adv. is sts. τέλεον ( BGU903.12 (ii A.D.), etc.,Aτέλειον POxy.707.31
(ii A.D.), etc.): the form [full] τέλεως, acc. τέλεων, with pl. τέλεῳ, is found in SIG1025.61, 1026.14 (Cos, iv/iii B.C.), dub. in Schwyzer 734 ([place name] Zeleia ) and Herod.7.20: the form [full] τέληον in GDI 4963 ([place name] Crete): ([etym.] τέλος):— perfect, of victims, entire, without spot or blemish,ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων Il.1.66
, cf. 24.34; βοτὸν τ. Riv.Fil.56.265 ([place name] Cyrene); τὸνς ϝεξήκοντα τελέονς ὄϝινς (acc. pl.) SIG56.30 (Argos, v. B.C.); of sacrifices, ἱερὰ τ. perfect, of full tale or number, or performed with all rites, Th.5.47, Lexap.And.1.97, D.59.60;τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος τέλεος ὄντως.. γίγνεται Pl.Phdr. 249c
; in Il.8.247, 24.315, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν is prob. the surest bird of augury (cf. τελήεις).b in Dialects, = κύριος, fully constituted, valid,ἐν ἀγορᾷ τελείῳ Schwyzer 324.1
(Delph., iv B.C.), SIG265 (ibid.), etc.; ἀλιαίᾳ ἔδοξε τελείᾳ ib.594.3 (Mycenae, ii B.C.); authoritative, final,ἁ δέ κα ϝράτρα ἁ δαμοσία τελεία εἴε ¯ δικάδο ¯ σα Schwyzer412
([place name] Elis);τὸ θέθμιον.. τέλεον εἶμεν IG9(1).334.47
([dialect] Locr., v B.C.); so in Trag., τελεία ψῆφος a final decision, A.Supp. 739, S.Ant. 632.2 of animals, full-grown,τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας A.Ag. 1504
(anap., and so perh. αἶγες τ. in Il. ll.cc.); ἐπ' οὗ θύεται τὰ τ. τῶν προβάτων, opp. γαλαθηνά, Hdt.1.183, cf. SIG1015.31 (Halic.), Pherecr.44, PCair.Zen.429.13, al. (iii B.C.), Sammelb.5277.5 (iii A.D.), etc.; τ. ζῷον defined in Gal.7.677; as Subst.,τέλειον καὶ δέκα ἄρνες SIG1024.35
(Myconus, iii/ii B.C.); τ. ἵππος, opp. πῶλος, Pl.Lg. 834c; τ. ἅρμα a chariot drawn by horses, opp. ἅρμα πωλικόν, CIG2758 111.D2 ([place name] Aphrodisias), SIG840 (Olympia, ii A.D.), Luc.Tim.50;τελέᾳ συνωρίδι IG5(2).549.2
, al. (Arc., iv B.C.); τελέῳ τεθρίππῳ ib.5; κέλητι τελέῳ ib.550.29; κέλητι τελείῳ ib.7.1772.14, cf. 16; of trees, Thphr.CP3.7.5, POxy.909.18 (iii A.D.); εἰκὼν τελεία life-sized, GDI4942b7 (Crete, ii B.C.); of a torsionengine, full-sized, opp. to the model of one, Ph.Bel.55.30: of human beings, full-grown, adult, Pl.Lg. 929c, X.Cyr.1.2.4, 12, 14, BGU1100.10 (i B.C.), POxy.485.30 (ii A.D.), Sor.1.10, al.b married,τέλειοι οἱ γεγαμηκότες Paus.Gr.Fr.306
; Ἥρα Τελεία is so expld. at Stymphalus, Paus.8.22.2, cf. Aristocl.Hist.5 (ap.Sch.Theoc.15.64); v. infr. 11.3 of persons, accomplished, perfect in his kind, in relation to quality, Isoc. 12.32,242;ἱστοριῶν συγγραφέα τέλειον Supp.Epigr.1.400
(Samos, ii A.D.);τ. σοφιστής Pl.Cra. 403e
;τ. εἴς τι Id.Phdr. 269e
([comp] Sup.);κατὰ πάντα Id.Ti. 30d
; , 678b, Isoc.12.9, etc.;ἔν τινι Id.Ep.4.3
([comp] Sup.);οἱ τ. δογματικοί Gal.15.60
; but ἡ τελεία μαῖα the trained or qualified midwife, distd. from ἡ ἀρίστη (the trained and experienced midwife), Sor.1.4.b of things,φάρμακον τελεώτατον Pl.Criti. 106b
; τ. ἀρετή, φιλία, etc., Arist.EN 1129b30, 1156b34, al.; of a syllogism in the [ per.] 1st figure, the other figures being ἀτελεῖς, Id.APr. 27a1, etc.;τὸ τελεώτατον ἐκεῖνο γυμνάσιον, ὂ δὴ καὶ κατασκευὴν ὀνομάζουσι Gal.6.169
, cf. 208: even of evils, τ. νόσημα a serious, dangerous illness, Hp.Prorrh.2.30;τελειοτάτη κακία Gal.16.500
; ἀδικία τελέα, τελεωτάτη, absolute, Pl.R. 348b, 344a; συνθέσεις λευκὰς τελείας δέκα τρεῖς thirteen complete white suits, PHamb.10.14 (ii A.D.); τ. ἀποζυγή complete divorce, PGrenf. 2.76.19 (iv A.D.); ὕνις τελεία, κράβακτος ξύλινος τ., etc., PTeb.406.19, al. (iii A.D.); of land, fully inundated, opp. ἀβροχικός, PMasp. 107.13, al. (vi A.D.), prob. in PFlor.286.23 (vi A.D.).4 of prayers, vows, etc., fulfilled, accomplished,εὐχωλαί Pi.Fr.122.15
;τέλειον ἐπ' εὐχᾷ ἐσλόν Id.P.9.89
; (lyr.);μὰ τὴν τ. τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην Id.Ag. 1432
;τέλεα εὔγματα Ar. Th. 353
(lyr.); of omens or predictions, ὄψις ὀνείρου οὐ τελέη a vision which imported nothing, Hdt.1.121;τ. σύμβολον h.Merc. 526
(s. v.l.);τ. τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται Pl.R. 443b
.5 of numbers, full, complete,τελέους ἑπτὰ μῆνας Ar.Lys. 104
; τ. ἐνιαυτός the great year, Pl. Ti. 39d.b in Arithm., of perfectnumbers, which are equal to the sum of their divisors, as 6 = 3+2+1; 28 = 14+7+4+2+1, Id.R. 546b, Euc.7 Def.23, Theo Sm.p.45 H., Nicom.Ar.1.16:—but 9 is τ. ὅτι ἐκ τελείου τοῦ γ ¯ γίνεται, Theol.Ar. 58 (3 is τ. because it has ἀρχή, μέσον, τέλος, ib. 14).6 τ. κρατήρ, i.e. the third bowl offered to Ζεὺς Σωτήρ, Ar.Fr. 526, E.Fr. 148.II of the gods, having power to fulfil prayer, all-powerful (as implied in A.Ag. 973, Ζεῦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει) , Ζεὺς τ. Pi.O.13.115, P.1.67;τ. ὕψιστον Δία A.Eu.28
;τελέων τελειότατον κράτος, Ζεῦ Id.Supp. 526
(lyr.); of Hera ζυγία, the presiding goddess of marriage (v. supr. 1.2 b,τέλος 1.6
), Pi.N.10.18, A.Eu. 214, Fr. 383, Ar.Th. 973 (lyr.); of Apollo, Theoc.25.22 ([comp] Sup.); of the Eumenides, A.Eu. 382 (lyr.);Μοῖραι Supp.Epigr.3.400.9
(Delph., iii B.C.): generally,θεοὶ τέλειοι τέλειαί τε A.Th. 167
(lyr.);πῦρ τέλεον ἄρρητον Lyr.Alex.Adesp.36.14
: also ἀνὴρ τ. the head or lord of the house, A.Ag. 972.III = τελευταῖος, last, S.Tr. 948 (lyr.).IV τέλειον, τό, a royal banquet, as a transl. of the Pers. τυκτά, Hdt.9.110.V ἡ τελεία (sc. στιγμή ) the full point, D.T.630.6; soτελείαν δεῖ στίξαι Herm. in Phdr.p.84
A.2 completely, absolutely, thoroughly,τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεται Hdt.1.120
; τ. ἐκκλησιάσαιμεν perfectly, Ar.Th. 329 (lyr.);τ. ἄφρων Is.12.4
;ἔρια τ. ῥυπαρά PCair.Zen. 287
(iii B.C.); τ. μ' ὑπῆλθε completely deceived me, Epicr.9; τ. ἑστιᾶν perfectly, X.Smp.2.2; τ. κινήσεται absolutely, Pl.Tht. 182c; τ. γὰρ ἡμᾶς ἐνώχλει he was a perfect nuisance to us, PCair.Zen.637.4 (iii B.C.); τ. γυμνάζειν put a person through the τέλειον γυμνάσιον, Gal. 6.286; μέσα τ. completely neutral, Id.18(2).59, cf. 79, al.--This is the only form of the Adv. allowed by Thom.Mag.p.358 R., but τελείως is found in Gorg.Hel.18, Isoc.13.18, Pl.Def. 411d, Arist.Metaph. 1021b26, PPetr.3p.114 (iii B.C.), LXX Ju.11.6, Gal.16.639, etc.3 the neut. τέλεον is also used as Adv. in later Prose, Luc.Merc.Cond. 5, App.BC1.8, Sor.2.56, etc.VIII [comp] Comp. and [comp] Sup.: Hom. uses only τελειότατος: in Prose τελεώτερος, -ώτατος prevail, though the other forms occur in Arist.EN 1097a30, 1174b22. [comp] Comp. Adv.τελεώτερον Pl.R. 520b
( τελειοτέρως Sch.Il.2.350, v.l. in Procl.Inst.18); .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέλειος
-
28 ἐφίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor. 1 (also in the later [tense] pf. and [tense] plpf. ἐφέστᾰκα, ἐφεστάκειν [ᾰ], v. infr. 11.1, VI. 2):I set, place upon,τεῖχος τείχει Th.2.75
;τι ἐπί τινος Pl.Criti. 116a
;τι ἐπί τινι X.HG3.1.7
;ὅρους ἐπὶ οἰκίαν D.41.6
: metaph.,ἐ. τὴν ἐκεῖ μοῖραν βίῳ Pl.R. 498c
;ἀνάγκην τινί D.H.1.16
.II set over, ;φύλακ' ἐπέστησεν βοτ Id.Supp. 303
;ἐ. τινὰ ὕπαρχόν τισι Hdt.5.27
;τινὰ παιδαγωγόν τινι Pl. Alc.1.122b
, cf. X.Lac.2.1;τινὰ πεντηκοντόρῳ Id.An.5.1.15
;τινὰ τοῖς πράγμασι Isoc.2.27
; ;ἐπὶ [συμμάχων] τινά Plb.2.65.9
;ἐφεστάκει τινὰς πρὸς χρείαν Id.10.20.5
;κύνα ἐπὶ ποίμνην D.26.22
;τινὰ ἐπὶ τὰς εὐθύνας Id.18.112
: c. inf.,βουλὴν ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας Isoc.7.37
:—[voice] Pass., to be appointed, instituted, PTeb.61 (b).358 (ii B. C.), etc.2 bring in,ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους Plb.15.20.6
; Φίλιππον ἐ. τοῖς πράγμασι to let him have a hand in the business, D.19.34.3 bring in, cause, occasion,κατάπληξίν τισι D.S.14.62
; κίνδυνον, ἀγῶνά τινι, App.Hann.55, Syr.10;ἡ τύχη λοιμικὴν διάθεσιν ἐπέστησε Γαλάταις Plb.2.20.7
.III set up, establish,ἀγῶνα Hdt.1.167
, 6.38: c. acc. et inf., ordain, prescribe,ὁ νόμος ἐφίστησι τὰ λοιπὰ κρίνειν τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol. 1287a26
; ἐπιστήσατε quid facere debeamus, Plin.Ep.6.31.12.IV set by or near to,ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας Hdt.4.72
; esp. place in rear, of troops,τὴν φάλαγγα τούτοις κατόπιν ἐ. Plb.1.33.6
, cf. 1.26. 14.V stop, cause to halt,ἐπιστῆσαι τὸ στράτευμα X.Cyr.4.2.18
; τὴν ὁδόν, τὴν πορείαν, D.S.17.112, Plu.Cim.1;τοὺς ἱππέας τοῦ πρόσω Arr.An.5.16.1
; ἐ. τὴν ὁρμήν check it, Plb.16.34.2; τὴν διήγησιν interrupt it, Id.7.11.1; check,ἔμμηνα Dsc.1.125
, cf. POxy.1088.20 (i A. D.): abs., ἐπιστήσας (sc. ἑαυτόν) having halted, X.An.1.8.15:—[voice] Pass., to be checked, stopped, PPetr.2p.62 (iii B. C.);ἐὰν ἐφίστηται ἡ κοιλία Sor.1.122
.VI ἐφίστημι τὴν διάνοιαν κατά τι, περί τινος, fix one's mind upon it, attend to it, Isoc.9.69, Arist.Metaph. 987b3, Thphr. Char.Prooem., etc.;τὴν σκέψιν περί τινος Arist.Metaph. 1090a2
; ;τὸν νοῦν τινι D.S.12.1
;αὑτὸν ἐπιστήσας ἐπί τι Arist.Top. 135a26
: ἐπιστῆσαι abs., give attention,τούτοις ἐπιστήσαντες Id.Mu. 391a26
;περί τινος Id.GC 315b18
; ;ἐπί τι Plb.1.65.5
, etc.; ἐπιστήσασι μᾶλλον λεκτέον one must speak with more care and accuracy, Arist.Pol. 1335b3, cf. EN 1144a22;πότερον.. ἤ Jul.
ad Them.265b; ὅτι .. Sor.1.97 (hence ἐπίσταμαι, ἐπιστήμη, qq.v.).2 c. acc. pers., arrest the attention of, Plu.TG17, cf. 2.17e, Gal.18(2).105; ἐπιστῆσαί τινα ἐπί τι call his attention to, Plb. 2.61.11, cf. 4.34.9; τοῦ καιροῦ τοῦ κατὰ τὴν διήγησιν ἐφεστακότος ἡμᾶς ἐπί τι having led us to.., Id.10.21.2, cf. 31.23.1: hence, object, Plot. 1.4.5.B intr. in [voice] Med. and [voice] Pass., ἐφίσταμαι, [tense] aor. 1 ἐπεστάθην [S.] Fr. [1127.5], E.Hipp. 819, IT 1375, etc., with [tense] pf., [tense] plpf. ([dialect] Aeol. [tense] plpf. [ per.] 3sg. (Cyme, ii B. C.): [dialect] Dor. [tense] plpf. [ per.] 3pl. ἐφεστάκεον [ᾱ] SIG241.146 (Delph., iv B. C.)), and [tense] aor. 2 [voice] Act.: (the causal tenses are not found in Hom., the [voice] Med. or [voice] Pass. only in [tense] impf.ἐφίστατο Il.11.644
; elsewh. always [tense] aor. 2 or [tense] pf. [voice] Act. with [dialect] Ep. inf.ἐφεστάμεναι Od.24.380
):— stand upon,τεῖχος.. ῥύατ' ἐφεσταότες Il.18.515
;πύργῳ ἐφεστήκει 6.373
;δίφρῳ ἐφεσταότος 17.609
, etc.;ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ 23.201
;ἡ.. ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arist.Metaph. 1051a28
;ἐπὶ τὰς.. σχεδίας Plb.3.46.8
.3 stand on the top or surface, τὸ ἐπιστάμενον [τοῦ γάλακτος], i. e. cream, Hdt.4.2;λιπαρότητες ἄνω ἐφιστάμεναι Hp.Prog.12
; ἐ. καθάπερ ὀρρὸς [γάλακτι] Dsc.1.72; of vapour, form, Arist.Juv. 469b31.II to be set over,ἐφίσταται πύλαις A.Th. 538
; ;οἷοι νῷν ἐφεστᾶσι σκοποί S.Aj. 945
;ἄρχοντες ἐφ' ἑκάστῳ μέρει ἐ. X. Hier.9.5
; ;ἐπὶ τῆς πολιτείας D.19.298
: rarely c. gen.,τὸν ἐπεστεῶτα τῆς διώρυχος Hdt.7.117
;ὅσοι θεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν E.Andr. 1098
: abs. in part., ὁ ἐφεστηκώς the person in authority, the officer in command, X.Oec.21.9; οἱ ἐφεστῶτες, [dialect] Ion. οἱ ἐπεστεῶτες, Hdt.2.148, S.Aj. 1072, X.Mem.3.5.19.III stand by or near,ὣς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.13.133
; ἐπ' ἄκρῳ χείλει ἐφεσταότες, ἐ. παρὰ τάφρῳ, 12.52, 199;θύρῃσιν ἐφίστατο 11.644
; ἐπὶ τὰς πύλας, ἐπὶ τὰς θύρας, Hdt.3.77, Pl.Smp. 212d;ἐπὶ τοῖς προθύροις Id.Phlb. 64c
; esp. of dreams or visions, appear to,εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Hdt.1.34
, cf. 7.14;ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη Il.10.496
;ἐπιστᾶσα τῆς νυκτός Isoc.10.65
;ἄγγελος ἐπέστη αὐτοῖς Ev.Luc.2.9
: abs., stand by, Hdt.3.78;πολλῶν ἐφεστώτων App.Syr.10
;ἤμην ἐφεστώς Act.Ap.22.20
;οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Hdt.1.59
;ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε Pl.Tht. 172e
, cf. Aeschin.3.79; without hostile sense, , cf. Ev.Luc.2.38, etc.; of troops, to be posted after or behind,κατόπιν ἐ. τοῖς θηρίοις Plb.16.18.7
.2 in hostile sense, stand against,τὰ φρονέοντες ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.15.703
, cf.5.624;ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν Od.22.203
, cf. 24.380; appear before, of an army,ἐπὶ τῇ πόλι Hdt.4.203
;ἐπὶ τὸ βασίλειον Isoc.9.58
; come upon suddenly or by surprise, Th.8.69;ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isoc.8.41
, cf. D.6.5, Luc.DDeor.17.1;εἰς τοὺς ὄχλους Isoc.18.9
; so of events, etc.,αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐ. ὄλεθρος 1 Ep.Thess.5.3
, cf. Ev.Luc.21.34;διὰ τὸν ἐφεστῶτα ζόφον Plb.18.20.7
;διὰ τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα Act.Ap.28.2
.3 metaph., of events, spring upon one, occur, , cf. Th.3.82; in [tense] pf., impend, be at hand,τὸν ἐφεστηκότα κίνδυνον τῇ πόλει D.18.176
;ὁ καιρός.. ἐφέστηκε 2 Ep.Ti.4.6
;περὶ τοῦ βασιλέως.. ὁ λόγος ἐφέστηκε νῦν Arist.Pol. 1287a2
, cf. Metaph. 999a25; of a more remote future, to be in store, lie in wait for,κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο Il.12.326
.IV halt, stop, as in a march,ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος X.An.2.4.26
(cf. A. V);ἐπιστὰς περιέμεινα Pl.Smp. 172a
: c. gen.,ἐ. τοῦ πλοῦ Th.2.91
.V fix one's mind on, give one's attention to, ;τῇ τρύγῃ PFlor.236.4
(iii A. D.);ἐπί τι Isoc.10.29
, D.18.60;τοῖς πράγμασιν.. ἐπιστάντες Id.4.12
; ἐπιστάς abs. (sc. τοῖς πράγμασι), Id.18.233;διὰ ταῦτ' ἐγρήγορεν, ἐφέστηκεν Id.6.19
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. in causal sense, set up,τὰς θύρας X.Ages.8.7
; set, post,φρουροὺς ἐπεστησάμην Id.Cyr.8.2.19
; τέλος ἐπιστήσασθαι, Lat. finem imponere, Pl.Lg. 802a: [tense] pres. is once so used, τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν; why dost thou cause me to halt? S.Tr. 339.2 ἐπιστησάμενος, intr., having been ἐπιστάτης, IGRom.4.1265 ([place name] Thyatira).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφίστημι
-
29 ἐν
ἐν, Sein od. Verweilen in, an, auf etwas. (1) vom Orte u. zwar (a) am gewöhnlichsten innerhalb eines Raumes: in; ἐν ξένᾳ, in der Fremde. (b) auf; ἐν τῷ δεξιῷ, auf dem rechten Flügel; ἐν τοῖν ὀβολοῖν ϑεωρεῖν, auf dem Zwei-Obolenplatz, Dem; ἐν τοῖς στεφανώμασιν, auf dem Kranzmarkt; ἐν τῷ μύρῳ, in dem Salbenladen; ἐν τοῖς ἰχϑύσιν, auf dem Fischmarkt. (c) das Daransein, die unmittelbare Nähe ausdrückend; ἐν οὐρανῷ, am Himmel; ἐν ποταμῷ, am Flusse; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων, daran reibend; τἂν ποσίν, das vor den Füßen, das Gegenwärtige. Aber ἐν τοῖς δένδροις ἑστάναι = zwischen den Bäumen; u. ἀνάπαυλαι ἐν τοῖς δένδρεσίν εἰσιν σκιαραί = unter; oft ἐν τῷ Πόντῳ, am Pontus. Bes. ἐν Κύπρῳ ναυμαχεῖν, von Schlachten, die bei einem Orte, im Gebiete desselben geliefert werden; u. sehr gew. οἱ ἐν Μαραϑῶνι, die Kämpfer bei Mar. oder die dort Gebliebenen. (d) auch bei Verbis, die eine Bewegung ausdrücken, um die Erreichung des Zieles u. das Verweilen daselbst anzudeuten; ἐλπίδας κατῴκισα ἐν αὐτοῖς, habe ich in ihnen erweckt; ὡς ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσϑαι, an den sichersten Ort bringen. (2) auf Menschen übertr., (a) unter; ἄρχειν, ἀνάσσειν ἐν πολλοῖς, unter vielen; bes. λέγειν, νομίζειν, καταριϑμεῖν, λέγεσϑαι ἐν, dazu, darunter rechnen; οἱ ἐν γένει, die Verwandten. Auch von Dingen. (b) bei λέγειν u. ä. geht es in die Bedeutung: vor, in Gegenwart über; ἐν πᾶσι, in Gegenwart aller; wie ἐν ὑμῖν (vor, bei euch, den Richtern); εἰ τάδ' έστὶν ἐν ϑεοῖς καλά, wenn das vor den Göttern recht ist. (c) bes. zu bemerken ist ἐν τοῖς beim superlat. (3) an 1 (c) schließt sich die Bdtg des Umgebenseins von etwas, οὐρανὸς ἐν αἰϑέρι καὶ νεφέλῃσι, der Himmel in Lichthelle u. Wolkenumhüllung. Bes. (a) von Kleidern, Waffen u. dgl. Vgl. ἐν κανοῖς, mit Körben. Ähnl. ἐν μεγάλοις φορτίοις βαδίζειν, unter schweren Lasten; δένδρα ἐν καρποῖς, mit Früchten. (b) von Banden u. Fesseln. (c) Ähnlich ist, wo es zum Teil mit dem instrumentalen dat. zusammenfällt; γενομένης δ' ἐν χερσὶ τῆς μάχης, als es zum Gefecht kam, nachdem die Schleuderer aufhörten; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ, vermittelst der Würfel; ἐν κώπαισι πλεῖν, Ggstz zur Segelfahrt; ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφϑαρται ὄλβος, mit einem Schlage. Gramm. ψάλια ἐν τῷ α Ἀττικοί, διὰ τοῦ ε Ἕλληνες, mit einem Buchstaben schreiben. (4) Von der Zeit: in, innerhalb; ἐν ἡμέρῃ, in einem Tage; ἐν εἰρήνῃ, ἐν σπονδαῖς, während des Waffenstillstandes. Dah. ἐν τούτῳ, ἐν ᾧ, unterdessen, während welcher Zeit; ἐν τῷ αὐτῷ, in derselben Zeit. (5) Von jedem Zustande, in dem man sich befindet, sowohl äußerlich als innerlich; ἐν ἡδονῇ ἐστίν οἱ, mit folgdm acc. c. inf., es ist ihm ein Vergnügen; ἐν αἰτίᾳ εἶναι, ἔχειν, deine Lage ist nicht so, daß du dich schämen darfst; ἐν αἰσχύναις ἔχειν, sich schämen. Dah. auch = beschäftigt sein mit etwas; οἱ ἐν ποιήσει γενόμενοι, die Dichter; öfter οἱ ἐν τέλει, Magistrate. Dah. οἱ ἐν φιλοσοφίᾳ, ἐν νόσῳ, Umschreibung für die Philosophen, die Kranken; in einem Zustande gemäß; κακὸν τὸ λῆμα, κοὐκ ἐν ἀνδράσιν, ziemt sich nicht für Männer; ἐν τούτῳ, dem gemäß; ἐν ᾡ, in wiefern. Eben so τὰ ἐν τοῖς νόμοις δίκαια, das in den Gesetzen Begründete; αἱ ἐν τοῖς νόμοις ζημίαι, gesetzmäßige. Dah. ἐν τοῖς νόμοις βασιλεύειν, τὰς κρίσεις ποιεῖσϑαι, nach den Gesetzen. (6) Bezeichnung der Abhängigkeit von etwas: es steht bei einem; νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ϑεοῖς, der Sieg liegt in den Händen der Götter (eigtl. der Faden haftet an den G.); ἐν ὑμῖν ὡς ϑεῷ κείμεϑα, hangen von euch ab; ἐν σοὶ πᾶσ' ἔγωγε σώζομαι, meine Rettung beruht auf dir; ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, die Macht beruhte auf den Schiffen; ἐν τῷ ϑεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐν ἐμοί, das Gelingen stand in Gottes Hand; εἰ γὰρ ἐν τούτῳ εἴη, ob etwas daran läge; μὴ ἐν ὑμῖν κωλυϑῇ, an euch, sofern es bei euch steht; ἐν ἑαυτῷ γίγνεσϑαι, zu sich kommen; ἐν ἑαυτῷ εἶναι, bei sich sein, bei Sinnen sein. (7) Bezeichnung dessen, wobei oder woran sich eine Tätigkeit zeigt; ἡ ἐν ὅπλοις μάϑησις, das Studium der Fechtkunst; διαφέρειν ἔν τινι, in einer Sache. Aber ἐν σφετέρῳ καλῷ τὸν πόλεμον ἀναβάλλεσϑαι, zu eurem Besten; λαβεῖν ἐν φερνῇ, als Mitgift empfangen. Adverbial, ohne Casus; ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ, steht noch ἐν dabei: überdies band er am Schiffe an, wovon ἐν δὲ καὶ ἐν Μέμφι, überdies auch in Memphis, verschieden ist. In der Zusammensetzung herrscht (a) bei Verbis die örtliche Bedeutung vor, daran, darauf, darüber; auch mit Verbis der Bewegung wird ἐν zusammengesetzt. (b) in adj. drückt es das Versehensein mit etwas aus, ἔναιμος, ἔνϑηρος, oder die Annäherung an den Begriff des Adjectivs; ἔμπικρος, etwas bitter, wie ἔλλευκος, ἔνσιμος, seltener das Angemessensein, wie in ἔνδικος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… … Dictionary of Greek
болѧрьскыи — (11) пр. к болѩринъ: он же послушавъ рѣчи Ростовьское. и болѩрьское величавы будущи. ЛЛ 1377, 128 об. (1177); а села болѩрьска˫а взѩша. и кони. и скотъ. Там же, 129 (1177); хотѣша послати по землѩ(м) головы и рукы болѩрьскыѣ. Там же, 170 (1283);… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Βερμούδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, που τελεί σε καθεστώς ημιαυτόνομης βρετανικής κτήσης.Η συνολική έκταση των νησιών είναι 53,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 62.997 κάτ. (2000), με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 0,74% και… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek