Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τῇσι+νηυσί

См. также в других словарях:

  • υπεραιωρώ — έω, Α 1. κρατώ κάτι ψηλά («κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας», Λιβάν.) 2. ναυτ. αγκυροβολώ για λίγο στα ανοιχτά («τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου», Ηρόδ.) 3. παθ. ὑπεραιωροῡμαι, έομαι κρέμομαι, αιωρούμαι, εκτείνομαι… …   Dictionary of Greek

  • εξανακρούομαι — ἐξανακρούομαι (Α) μέσ. υποχωρώ, αναχωρώ, «ανακρούω πρύμναν», οπισθοδρομώ (στη θάλασσα) («τῇσι δὲ λοιπῇσι [νηυσὶ] οἱ βάρβαροι ἐξανακρουσάμενοι... περιέπλεον», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»