Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δίφρου

См. также в других словарях:

  • δίφρου — δίφρος chariot board masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SELLA Equestris — primum memoratur l. 47. Cod. Thieod. de Cursu publ. nec ante tempora Valentiniani Impetatoris eius fere mentio, ut et stapedum, de quibus aliquid diximus supra, in voce Scala. A sagmate differt, quod hoc propriê avimalibus onera baiulantibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… …   Dictionary of Greek

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

  • LUCIFER — I. LUCIFER Ep. Calaritanus in Sardinia, A. C. 355. a Constantio Imp. cui persuaserat, ut Conc. Mediolanicelebraret, ad decidendas controversias tum vigentes, in exilium pulsus, sub Iuliano revocatus est, A. C. 361. Antiochiae, schisma sublaturus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 …   Dictionary of Greek

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

  • διφρηλασία — διφρηλασία, η (AM) οδήγηση δίφρου, άρματος …   Dictionary of Greek

  • διφρουργία — διφρουργία, η (Α) κατασκευή δίφρου …   Dictionary of Greek

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • επιδιφριάς — ἐπιδιφριάς, ἡ (Α) [επιδίφριος] ο γύρος τού δίφρου, η άντυξ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»