-
21 σθένος
A strength, might, esp. bodily strength, freq. in Il., less freq. in Od.;κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Il.17.329
; ἀλκῆς καὶ σθένεος ib. 499; ; ποδῶν χειρῶν τε ς. Pi.N.10.48; opp. φρήν, ib.1.26; : c.inf., ἐν δὲ σ. ὦρσεν ἑκάστῳ.. πολεμίζειν strength to war, Il.2.451;σ. ποιεῖν εὖ φερέγγυον A.Eu.87
;σ. ὥστε καθελεῖν E.Supp.66
(lyr.): less freq. of the force of things, as of a stream, Il.17.751;σ. ἀελίου Pi.P.4.144
; [ἄρουραι] σθένος ἔμαρψαν Id.N.6.11
: σθένει by force, S.OC 842 (lyr.), E.Ba. 953; λόγῳ τε καὶ σθένει both by right and might, S. OC68;ὑπὸ σθένους E.Ba. 1127
; παντὶ σθένει with all one's might, freq. in treaties, SIG122.6, al., Foed. ap. Th.5.23, Pl.Lg. 646a—the only phrase in which early prose writers use the word (cf. infr. 111); found in LXX, Jb.4.10, al.2 later, generally, strength, might, power, moral as well as physical, ;τῆς ἀληθείας S.OT 369
; ἀγγέλων ς. their might or authority, A.Ch. 849: c. gen. obj., ἀγωνίας ς. strength for conflict, Pi.P.5.113 (s.v.l., - ίαις Bgk.); εἰ σ. λάβοιμι if I should gain strength enough, S.El. 333, cf. 348, etc.II a force of men, Il.18.274; ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι ς. S.Aj. 438: but in both places sense 1.1 is more prob.2 metaph., quantity, profusion,σ. πλούτου Pi.I.3.2
; ὕδατος, νιφετοῦ, Id.O.9.51, Fr.107.11. -
22 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
23 ἀποικίζω
Aἀποικιῶ A.Fr.304.10
:—send away from home,ἐς νῆσον Od.12.135
; (lyr.), cf. OC 1390;ἀ. δόμων τινά E.El. 1008
, cf. Hipp. 629; of the queen-bee, X.Oec.7.34:— [voice] Pass., to be settled in a far land, ; emigrate,ἐκ τῆσδε τῆς πόλεως Id.Euthd. 302c
; dwell apart from..,Arist.
GA 740a7.2 metaph., banish,τὰς ψευδεῖς δόξας Ph.2.221
:—[voice] Pass., ; ἀνάγκης οὐκ ἀ. πολύ is not far removed from.., Chaerem.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικίζω
-
24 ζυγός
ζυγός, οῦ, ὁ (Hom. Hymns, Cer. 217 and prose since Pla., Tim. 63b; Polyb., Epict.; PFay 121, 4 εἰς τὸν ζ.; PStras 32, 12; LXX [Thackeray p. 154]; En 103:11; PsSol 7:9 [acc. without art.]; 17:30; TestAbr A 12f [Stone p. 30, 6 al.]; Just., D. 53, 1; Ath., R. 58, 22 [? acc. without art.]) for Attic τὸ ζυγόν (Hom. et al.; pap; Gignac II 97; Jos., Ant. 12, 194; Just., D. 88, 8 [but ζυγούς GThGk A 13, 1: Ea 152]).① a frame used to control working animals or, in the case of humans, to expedite the bearing of burdens, yoke in our lit. only fig. of any burden: ζ. δουλείας yoke of slavery (Soph., Aj. 944; cp. Hdt. 7, 8, γ3; Pla., Leg. 6, 770e; Demosth. 18, 289; Gen 27:40) Gal 5:1. ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι slaves under the yoke (i.e. under the y. of sl.) 1 Ti 6:1. ζυγὸς ἀνάγκης yoke of necessity (Eur., Or. 1330) B 2:6. Of the teaching of Jesus Mt 11:29f (cp. Sir 51:26, also 6:24–28; THaering, Mt 11:28–30: ASchlatter Festschr. 1922, 3–15; TArvedson, D. Mysterium Christi ’37, 174–200; HBetz, JBL 86, ’67, 10–24); D 6:2. ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς χάριτος ἔρχεσθαι come under the yoke of grace 1 Cl 16:17 (opp. ViDa 7 [p. 77, 12 Sch.] ὑπὸ ζ. γίνονται τοῦ Βελίαρ). ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τ. τράχηλόν τινος put a yoke on the neck of someone Ac 15:10 (sim. expr. have become formal since Hes., Op. 815; Orph. Hymns 59, 5; Zosimus, Hist. 2, 37, 8; SibOr 3, 448). From this mng. it is a short step to application of such a balancing structure to② an instrument for determining weight, scale. The context of Rv 6:5 requires this mng., even though the gender of ζ. cannot be definitely determined. In older Gk. the neuter and apparently preferred form τὸ ζυγόν refers to the ‘lever of a balance’ (Aeschyl., Suppl. 822), then ‘balance, pair of scales’ (Pla. et al.; s. LXX in Thackeray, loc. cit.; Michel 1222, 4 [II B.C.]; but masc. TestAbr A).—B. 726. DELG s.v. ζεύγνυμι III. Frisk s.v. ζυγόν. M-M. TW. -
25 ἄνευ
ἄνευ prep. w. gen., never used in compos. (Hom.+; and s. lit. s.v. ἀνά) without (cp. ἄτερ, χωρίς, fr. which it can scarcely be distinguished in usage).ⓐ of pers. without the knowledge and consent of (Od. 2, 372; Appian, Bell. Civ. 5, 100 §416; Ael. Aristid. 28, 105 K.=49 p. 525 D.: ἄνευ θεοῦ; UPZ 69, 4 [152 B.C.] ἄνευ τ. θεῶν οὐθὲν γίνεται; PPetr II, Append. p. 3; O. Wilck I 559f). ἄ. τοῦ πατρὸς ὑμῶν Mt 10:29 (cp. Am 3:5); ἄ. θεοῦ B 19:6; IPol 4:1 (cp. Just., D. 102, 7). IMg 7:1; ITr 2:2.ⓑ of things (Jos., Bell. 2, 1, Ant. 7, 72, Vi. 167) ἄ. λόγου without a word (opp. διὰ τῆς ἀναστροφῆς contrast Just., A I, 46, 4 [opp. μετὰ λόγου] of non-Christians) 1 Pt 3:1. ἄ. γογγυσμοῦ without complaining 4:9. ἄ. χειρῶν (Da 2:34) built without hands Mk 13:2 D. ἄ. ζυγοῦ ἀνάγκης without the yoke of constraint (=free from the yoke of compulsion) B 2:6; ἄ. γνώμης σου without your consent IPol 4:1; ἄ. γνῶσεως without understanding Dg 12:4, 6; ἄ. ζωῆς ἀληθοῦς without real life 12:4; ἄ. ἀλήθεια without truth 12:5. W. χωρίς: οὐ δύναται κεφαλὴ χωρὶς γεννηθῆναι ἄ. μελῶν the head cannot be born separately, without limbs ITr 11:2.—DELG. M-M.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek