-
41 μεστόω
A fill full of, c. gen. rei,ὀργῆς μ. τινά S.Ant. 280
:—[voice] Pass., to be filled or full of, , cf. Ant. 420; of persons, ; ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας ib. 713c: abs., Procop.Arc.13; and in medic. sense,ἀγγεῖα μεμεστωμένα Gal. 1.394
, cf. 8.932. -
42 μεταντλέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταντλέω
-
43 παρανοίγνυμι
A open at the side or a little, set ajar,θύραν D.25.28
;ἀγγεῖα Placit.4.22.1
([voice] Pass.) ; παρηνεῳγμένοι ὀφθαλμοί halfclosed eyes, Gal.18(2).300, cf. Dem. Ophth. ap. Aët.7.98 : metaph.,π. τὸ πρᾶγμα D.H.Rh.10.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρανοίγνυμι
-
44 προπαλής
A prominent,ὀφθαλμοί Philostr.Gym.25
, Adam.Phgn.2.2, v. l. in Luc.Musc.Enc.3;φάρυγξ Philostr.Gym.30
; ἀγγεῖα (blood-vessels) προπαλέστατα prob. for ἀ. προπαλειότητα in Herod.Med. in Rh.Mus.58.78; τὸ π. the presenting part in obstetrics, Sor.2.64: [comp] Comp., more to the front, Id.1.7;τὸ γένειον προπαλέστερος Poll.4.138
.II Adv. -λῶς, = δαψιλῶς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπαλής
-
45 προσκατάγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκατάγω
-
46 πωμάζω
A furnish with a lid or cover, Arist.HA 627b8, Pr. 899b26, Dsc.1.8, Babr.58.2; cover up, seal,ἀγγεῖα γύφῳ Gp.6.16.1
; stop up, τρῆμα τῷ δακτύλῳ ib.7.15.2: generally, cover,ὄψιν 1
Enoch10.5. -
47 σαθρός
A unsound,σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.Vict.1.15
; of diseased or unsound parts of the frame, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται ibid.; γάλλοι καὶ ς. impotent, PGnom.244 (ii A.D.).2 of a vessel, cracked, opp.ὑγιής, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb. 55c
;εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.Tht. 179d
; ἀγγεῖα τετρημένα καὶ ς. Id.Grg. 493e; πίθοι σαθροί prob. in IG12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.Aud. 804a32
: metaph.,ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e
.3 metaph., σ. κῦδος unsound fame, Pi. N.8.34; πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι before any unsound thought comes into their heads, i.e. before they prove traitors, Hdt.6.109;σ. λόγοι E.Hec. 1190
, Rh. 639; τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις ς.; Id.Supp. 1064; ;σ. μετάβασις Pl.Lg. 736e
;σ. ἐστι.. πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον D.18.227
;εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.Euthphr.5c
; ;τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu. Dio 23
. Adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.EN 1100b7. -
48 σατυριακή
σᾰτῠρι-ᾰκή, ἡ, name of anA antidote, Orib.Fr.67, Id. ap. Aët.11.35, Paul.Aeg.7.11:—Adj. [suff] σᾰτῠρι-ᾰκός, ή, όν, producing satyriasis,ἀγγεῖα Ruf.Sat.Gon.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σατυριακή
-
49 στακτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στακτικός
-
50 στενόστομος
στενό-στομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενόστομος
-
51 τριγενής
τρι-γενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριγενής
-
52 τριπλοκία
τριπλοκ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπλοκία
-
53 τριταλαντιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριταλαντιαῖος
-
54 ἀπέχω
A keep off or away from, , 277;ἑκὰς νήσων ἀπέχων εὐεργέα νῆα Od.15.33
; κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν the collar-bone parts the neck from the shoulders, Il.22.324; Εὐβοίης ἀπέχειν.. αἶγας Orac. ap. Hdt.8.20, cf. 22; (lyr.), cf. Pr. 687 (lyr.).2 c. dat. pers.,τοι.. χεῖρας ἀφέξω Od.20.263
.3 with a Prep.,ἀ. φρένα περισσῶν παρὰ φωτῶν E.Ba. 427
(lyr.);ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar. Pax 162
.5 οὐδὲν ἀπέχει c. inf., nothing hinders, debars one from doing, Pl. Cra.407b, Plu.2.433a.II [voice] Med., κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι hold one's hands off or away from.., Od.22.316;κυάμων ἄπο χεῖρας ἔχεσθε Emp.141
;ἀθανάτων ἀ. χεῖρας A.Eu. 350
(lyr.), cf. Supp. 756, Pl.Smp. 213d, 214d:—but mostly,2 ἀπέχεσθαί τινος hold oneself off a thing, abstain or desist from it,πολέμου Il.8.35
, al.;βοῶν Od. 12.321
; οὐδὲ.. σευ ἀφέξομαι will not keep my hands off thee, ib.19.489; abstain from ravagingD.
, Hdt.0.73, cf.1.66, 4.118, al., Th. 1.20, etc.; keep away from,πόλεως X.HG7.3.10
: in [tense] pf. [voice] Pass.,μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον D.27.47
;ἀγορᾶς ἀπεσχ. Arist.Pol. 1278a25
.3 c. inf., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι abstain from marching, Th.5.25;λαμβάνειν ἀπέσχετο Philem.94.3
;ἀπέχεσθαι τοῦ ποιεῖν X. Mem.4.2.3
;οὐκ ἀ. τὸ μὴ οὐ ποιεῖν Id.Cyr.1.6.32
, Pl.R. 354b: also c. part., Jul.Or.1.43d.4 abs., refrain oneself, D.21.61.III intr. in [voice] Act., to be away or far from, c. gen. loci,τῶν Ἐπιπολῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ σταδίους Th.6.97
; ἀ.ἀπὸ Βαβυλῶνος, etc., Hdt.1.179,cf.3.26,al.;ἀπὸ θαλάττης.. δώδεκα δδὸν ἡμερῶν ἀ. Euphro11.3
;ἀ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδόν X.Cyr.1.1.3
;τὸ μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Pl.Prm. 145b
;πλεῖστον ἀ. κατὰ τόπον Arist.Mete. 363a31
; a). τὴν ἡμίσειαν διάμετρον Id. Cael. 293b30, etc.c ἀποσχὼν τεσσαράκοντα μάλιστα σταδίους μὴ φθάσαι ἐλθών failing to arrinein time by.., Th.5.3.2 of actions, to be far from, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον were just as farfrom the discovery, Hdt.1.67;τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι ὥστε.. Isoc.6.70
; τοσούτῳ πλέον ἡμῶν ἀπέχεις τοῦ πιστὰ λέγειν ὅσον.. ib.11.32; ἀπέχει τοῦ μὴ μετ' ὀργῆς [πράττειν] D.21.41; πλεῖστον ἀ. τινός to be as far as possible from doing, X.Mem.1.2.62; but τοσοῦτ' ἀπέχει τῶν χορηγῶν so far is it from the thoughts of.., D.21.59.IV have or receive in full,τὴν ἀπόκρισιν Aeschin.2.50
; τὸ χρέος ἀ. receive payment in full, Call.Epigr.55; χάριτας ib.51; ἀπέχω in receipts, BGU612.2 (i A.D.), etc.;ἀ. τὸν μισθόν Plu.Sol.22
, Ev.Matt.6.2, al.;καρπὸν ἀ. τῶν πονηθέντων Plu.Them.17
;ἀ. τὸ μέτεριον Id.2.124e
.2 impers., it sufficeth, it is enough,Ev.Marc.14.41
, cf. Anacreont.15.33. -
55 ἀπόκενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκενος
-
56 ἀποτρυγίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρυγίζω
-
57 ἀποτυφλόω
A make quite blind, ;τὴν ὅρασιν D.S.3.37
: metaph. of anger, Phld.Ir.p.68 W.:—[voice] Pass., to be blinded, Arist.HA 602a2, 618b7;τῶν ὄψεων Porph.Abst.1.17
: metaph.,χρήμασι πολλοῖς ὑπό τινων J.AJ20.6.1
.2 metaph., cut out the bud of a tree, Plu.2.529b.3 make a spring fail, ib.703b:—[voice] Pass., to be obstructed,ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Arist.Pr. 879b7
;τὰς πηγάς Str. 1.3.16
;τὸν μαστόν Antig.Mir.45
;τὰ ἀγγεῖα Aët.16.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτυφλόω
-
58 ἐπαχθίζομαι
A to be burdened with.., λείαν, ἀγγεῖα, Ph.2.103, 113; βάρος πραγματειῶν ib. 288: abs., ἐπηχθισμένοι ib. 450.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαχθίζομαι
-
59 ὀμφακηρός
A for holdingὄμφακες, ἀγγεῖα Philagr.
ap. Orib.5.17.8 codd. ( Ὀμφακηνά Daremb.), Aët.5.136,137 (ὀμφακηρὰ α' PLond.2.239.13
(iv A.D.) must be pl. in spite of the numeral).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμφακηρός
-
60 ὀξηρός
См. также в других словарях:
αγγεία — (Ανατ.).Ελαστικοί σωλήνες στους οποίους κυκλοφορεί το αίμα. Οι σωλήνες αυτοί είναι διαφόρων μεγεθών. Τα α. απαρτίζουν το αγγειακό σύστημα, που διαιρείται σε αιμοφόρο και λεμφικό. Στο πρώτο συμπεριλαμβάνονται οι αρτηρίες, οι φλέβες και τα… … Dictionary of Greek
ἀγγεῖα — ἀγγεῖον vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… … Dictionary of Greek
διάτρητα αγγεία — Τύπος ρωμαϊκών αγγείων από υλικό μεγάλης αξίας, τα οποία παρουσίαζαν δυσκολία στην επεξεργασία τους, εξαιτίας των σχισμών που πολύ συχνά γίνονταν κατά τη ζύμωσή τους από τον κατασκευαστή. Η ονομασία τους, άλλωστε, σημαίνει αγγεία γεμάτα σχισμές… … Dictionary of Greek
τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… … Dictionary of Greek
ωοκέλυφα αγγεία — Όρος με τον οποίον χαρακτηρίζονται ορισμένα αρχαία αγγεία της Κνωσού και της Φαιστού, εξαιτίας της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Τα αγγεία αυτά, που λέγονται και υμενόστρακα, μαρτυρούν μεγάλη επιτηδειότητα στην κατασκευή τους και… … Dictionary of Greek
αιμοφόρα αγγεία — Βλ. λ. αγγείο … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καμαραϊκά — αγγεία, τα είδος χρωματιστών προϊστορικών αγγείων που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Καμάρες της Kρήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)