-
1 αγγεία
-
2 ἀγγεῖα
-
3 σάττω
Aἔσαττον Pherecr.78
: [tense] aor.ἔσαξα Hdt.3.7
, X.Oec.19.11, Alex.133.6:—[voice] Med., v. infr.1.1,4: —[voice] Pass., [tense] aor. ἐσάχθην, v. infr. 11: [tense] pf.σέσακται Cerc.3
; imper.σεσάχθω Antiph.222.8
; part. σεσαγμένος and [ per.] 3pl. [tense] plpf. ἐσεσάχατο (v. infr.):—fill quite full, pack, stuff, πᾶς δ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ' ἢ κωρύκους Pherecr.l.c.;ἔσαττον τὰς γνάθους Eub.42.3
: c. gen., σ. τῶν ἀρωμάτων (sc. τὴν κοιλίην) Hp.Steril.230; τὸ δέρμα κνεφάλλων ς. Theopomp.Com.45: c. dat., τυρῷ τε σάξον ἁλσί τ' (sc. τὸν σαῦρον) Alex. l.c., cf. Luc.Herm.65, Syr.D.48:—[voice] Med., ἵνα δῷς αὐτῷ τῶν τε γιγάρτων καὶ στεμφύλου κεράμια β σάξασθαι prob. in PCair.Zen. 527 (iii B.C.); χρυσῷ σαξάμενος πήρην Orac. ap. Luc.Peregr.30, cf. D.L.6.9:—[voice] Pass.,τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος Pherecr.161
;ὁ σπλὴν σεσάχθω Antiph.
l.c.; .2 τὸν καρπὸν.. σ. εἰς ἀγγεῖα pack it into jars, Plb.12.2.5.3 press close, compress,σ. τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν X. Oec.19.11
:—[voice] Pass., Arist.Mete. 365b18, Pr. 938b30.4 τὰ σιδάρια δ[εσμὰ... ]σαι καὶ σάξαι dub. sens., perh. strengthen, SIG 247I217 (Delph., iv B.C.):—[voice] Med., τὸ τεῖχος ἐσάξαντο they strengthened their wall, Hdt.5.34.II metaph., load, σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν (compared to an ἀγγεῖον) Arist.Pr. 928b32:—[voice] Pass., τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων manned, X.Oec.8.8; πημάτων σεσαγμένος laden with woes, of a messenger, A.Ag. 644; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν laden with spiritual riches, X.Smp.4.64;τρυφῆς ὑφ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ Diog.Sinop.1.2
(prob.cj.); l.c.; σὺν πορδακοῖσιν εἵμασιν σεσαγμένοι ( σεσαγμένοις codd. Sch. Ar., om. codd. Str.) weighed down, Semon.21.III equip, provide with a store, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν] equipping the entrance to Egypt with a store of water, Hdt.3.7:—[voice] Pass., Ὑρκάνιοι κατά περ Πέρσαι ἐσεσάχατο were equipped, Id.7.62, cf. 70, 73, 86;ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Theoc.17.94
. -
4 πῡτῑναῖος
πῡτῑναῖος, von Weidengeflecht, π τερά, Ar. Av. 798, komisch nach dem Schol., weil Diotrephes ϑάλλινα ποιῶν ἀγγεῖα ἐπλούτησε καὶ ἱππάρχησε.
-
5 στενό-βρογχος
στενό-βρογχος, mit engem Schlunde; ἀγγεῖα, Gefäße mit engem Halse, Arr. Epict. 3, 9.
-
6 συμ-περι-φέρω
συμ-περι-φέρω (s. φέρω) mit herumtragen, ἀγγεῖα, Plat. Rep. III, 404 c. – Bes. pass., nit herumgetragen werden, sich mu herumbewegen; Plat. Crat. 417 a, συμπεριηνέχϑη τὴν περιφοράν Phaedr. 248 a, τινί, Einem folgen, ihn begleiten, Epict. man. 16, vgl. Ath. VII, 275 e, Pol. 2. 17, 12, auch sich in Jemandes Weise schicken, sich nach ihm bequemen; auch von Sachen, sie befolgen, sich ihnen anbequemen, τοῖς καιροῖς Aesch. 2, 164, τοῖς παραγγελλομένοις Pol. 10, 21, 9, vgl. 3, 10, 2. 9, 15, 7; συμπεριφερόμενος τοῖς πλεονεκτήμασιν, Luc. Dem. enc. 18; συμπεριενεκτέον τινί, Socrat. bei Stob. flor. 79, 42.
-
7 σκάφη
σκάφη, ἡ, jeder ausgegrabene, ausgehöhlte Körper, jedes Gefäß; Her. 4, 73; Aesch. frg. 206; Trog, Wanne, Napf; τὰς σκάφας, ἐν αἷς ἐπώλει τοὺς λύχνους, Ar. Equ. 1312, Schol. ξύλινα ἀγγεῖα, vgl. Ar. Eccl. 742; komisch Lys. 139, οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη, Poseidon und ein Kahn, Anspielung auf eine Tragödie des Sophokles, s. Schol.; Wiege, τῇ προβοσκίδι τὴν σκάφην ἐκίνει, Ath. XIII, 607 a; ἐνϑέμενος εἰς σκάφην τὰ βρέφη, Plut. Rom. 3; bei Poll. 10, 102 Backtrog; zum Darbringen von Opfern gebraucht, προςφέρουσιν αὐτῇ τῇ Βριζοῖ σκάφας πάντων πλήρεις ἀγαθῶν Ath. VIII, 335 b; σκάφαις ἐξαντλεῖν τὸ χρυσίον, Luc. Gall. 12.
-
8 σαθρός
σαθρός, wie σαπρός, angefault, verdorben, morsch, daher übh. schwach, hinfällig, schadhaft; κῠδος, vera gänglicher Ruhm, Pind. N. 8, 34; αἴνιγμα, Eur. Suppl. 1064; λόγοι, Hec. 1190; τοῦτ' εἰς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαϑρόν, Bacch. 487; σαϑρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn, Her. 6, 109; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ σαϑρός ἐστι, wo es ihm fehlt, Plat. Euthyphr. 5 c; εἴτε ὑγιές, εἴτε σαϑρὸν φϑέγγεται, Theaet. 179 d, wie εἴ πῄ τι σαϑρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist; dah. τὰ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαϑρά, Gorg. 493 e; Dem. 2, 21 verbindet κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαϑρὸν ᾖ; 18, 227 σαϑρόν ἐστι φύσει πᾶν, ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον.
-
9 σάττω
σάττω, packen; – 1) von Kriegern, mit voller Waffenrüstung bepacken, vollständig bewaffnen, ausrüsten, mit allen Waffen versehen, Valck. Her. 7, 62. 70. 73. 86, wo immer das plusqpf. pass. ἐσεσάχατο steht; ἀσπιδιῶται χαλκῷ σεσαγμένοι, Theocr. 17, 94; überh. mit allem Erforderlichen an Kleidung, Kost u. dgl. beladen, versehen, ὕδατι σάττειν, mit Wasser hinlänglich versehen, Her. 3, 7. – Bes. von Reit-, Zug- u. Lastthieren, beladen, bepacken, aufschirren, ihnen den Pack- od. Saumsattel auflegen, Sp. (vgl. σάγμμ). – 2) anfüllen, vollmachen mit Etwas, τινός, wie τοιῶνδε μέντοι πημάτων σεσαγμένον, Aesch. Ag. 630; φορμοῖς ἀχύρων σεσαγμένοις, Pol. 1, 19, 13; τριήρης σεσαγμένη ἀνϑρώπων, Xen. Oec. 8, 18; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, Conv. 4, 64; seltener c. dat. – Bes. auch mit Speise u. Trank anfüllen, sättigen, τὰς γνάϑο υς, Eubul. bei Ath. XV, 571 f; u. übertr., σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιϑυμίαν, Arist. probl. 21, 14. – In der Kochkunst, farciren, σπλὴν σεσάχϑω Antiphan. bei Ath. VII, 295 d, σαῠραν τυρῷ σάξον Alex. ib. 322 d. – 3) feststampfen, festdrücken, σάξαις ἂν τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν, Xen. Oec. 19, 11, die Erde um die Pflanze festtreten; fest hineindrücken, εἴς τι, τὸν μὲν σάττουσιν εἰς ἀγγεῖα, Pol. 12, 2, 5; dah. pass. σάττεται, es drückt sich zusammen, fällt zusammen, setzt sich, Arist. meteor. 2, 7.
-
10 σῑτηρός
-
11 κρσερίδες
-
12 κεραμαῖος
-
13 καναστραῖα
-
14 θάλλινος
-
15 οὐρο-δόχος
οὐρο-δόχος, den Urin aufnehmend, ἀγγεῖα, Schol. Ar. Ach. 82 u. Sp. Vgl. οὐρηδόχος.
-
16 ἀγγεȋον
ἀγγεȋον, τό (ἄγγος), Gefäß von verschiedener Masse und zu mannichfaltigem Gebrauche, wie Plat. Polit. 287 e: τοῦτο (τὸ ὄργανον) ὃ δὴ ξηροῖς καὶ ὑγροῖς καὶ ἐμπύροις καὶ ἀπύροις παντοδαπὸν εἷδος ἐργασϑέν, ἀγγεῖον ὃ δὴ μιᾷ κλήσει προςφϑεγγόμεϑα; u. so überall; bes. zum Trinken, Cratin. Ath. XI, 494 d. Bei Aerzten, Gefäße des Leibes, bes. Blutgefäße. Auch allg. Behältniß, wie Xen. O. 9, 2 von den Häusern sagt, daß sie ἀγγεῖα ὡς συμφορώτατα für die darin Wohnenden sein sollen; τὸ ϑαλάσσης Plat. Critia. 111 a, u. sonst.
-
17 ἐλαιηρός
ἐλαιηρός, ölig, von Oel; εἶδος Plat. Tim. 60 a; δρόσος, d. i. Oel, Philodem. 17 (V, 4), wie στάγες Ap. Rh. 4, 626; κεράμια, ἀγγεῖα, Hippocr., Poll. – Im Ep. ad. 194 ( App. 323) heißt der Ort um eine Quelle χῶρος ἐλαιηρῇ τερπόμενος λιβάδι, was man von klarem Wasser erkl., wie Böckh Pind. frg. 88 ἐλαιηρᾶν μελισσᾶν für ἐλεηράν schreibt, die von Honig triefende.
-
18 αγγειον
ион. ἀγγήϊον τό1) сосуд(ξύλινον Her.; ἀργυρᾶ καὴ χαλκᾶ ἀγγεῖα Plut.)
2) мех, мешок3) вместилище, резервуарτἀγγεῖον τοῦ ὕδατος Plat. — водоем
4) ложе, русло(τὸ τῆς θαλάττης ἀ. Plat.)
5) анат. сосуд, полость Arst. -
19 αναστομοω
1) досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь(τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.)
ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. — сообщающиеся сосуды2) med. широко открывать, разевать(φάρυγγος τὸ χεῖλος Eur.)
3) pass. открываться, иметь выход(Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.)
-
20 διακλυζω
омывать, ополаскивать(ἀγγεῖα ὅταν θερμῷ διακλυσθῇ Arst.; ἄντρα πόντος διακλύζει Eur.)
διακλύζεσθαι Arst. — полоскать себе рот
См. также в других словарях:
αγγεία — (Ανατ.).Ελαστικοί σωλήνες στους οποίους κυκλοφορεί το αίμα. Οι σωλήνες αυτοί είναι διαφόρων μεγεθών. Τα α. απαρτίζουν το αγγειακό σύστημα, που διαιρείται σε αιμοφόρο και λεμφικό. Στο πρώτο συμπεριλαμβάνονται οι αρτηρίες, οι φλέβες και τα… … Dictionary of Greek
ἀγγεῖα — ἀγγεῖον vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… … Dictionary of Greek
διάτρητα αγγεία — Τύπος ρωμαϊκών αγγείων από υλικό μεγάλης αξίας, τα οποία παρουσίαζαν δυσκολία στην επεξεργασία τους, εξαιτίας των σχισμών που πολύ συχνά γίνονταν κατά τη ζύμωσή τους από τον κατασκευαστή. Η ονομασία τους, άλλωστε, σημαίνει αγγεία γεμάτα σχισμές… … Dictionary of Greek
τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… … Dictionary of Greek
ωοκέλυφα αγγεία — Όρος με τον οποίον χαρακτηρίζονται ορισμένα αρχαία αγγεία της Κνωσού και της Φαιστού, εξαιτίας της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Τα αγγεία αυτά, που λέγονται και υμενόστρακα, μαρτυρούν μεγάλη επιτηδειότητα στην κατασκευή τους και… … Dictionary of Greek
αιμοφόρα αγγεία — Βλ. λ. αγγείο … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καμαραϊκά — αγγεία, τα είδος χρωματιστών προϊστορικών αγγείων που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Καμάρες της Kρήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)