-
1 αγγειον
ион. ἀγγήϊον τό1) сосуд(ξύλινον Her.; ἀργυρᾶ καὴ χαλκᾶ ἀγγεῖα Plut.)
2) мех, мешок3) вместилище, резервуарτἀγγεῖον τοῦ ὕδατος Plat. — водоем
4) ложе, русло(τὸ τῆς θαλάττης ἀ. Plat.)
5) анат. сосуд, полость Arst. -
2 αναστομοω
1) досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь(τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.)
ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. — сообщающиеся сосуды2) med. широко открывать, разевать(φάρυγγος τὸ χεῖλος Eur.)
3) pass. открываться, иметь выход(Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.)
-
3 διακλυζω
омывать, ополаскивать(ἀγγεῖα ὅταν θερμῷ διακλυσθῇ Arst.; ἄντρα πόντος διακλύζει Eur.)
διακλύζεσθαι Arst. — полоскать себе рот -
4 εξοφθαλμος
22) выступающий наружу, выпуклый(τὰ περὴ τέν ὄψιν ἀγγεῖα Sext.)
3) бросающийся в глаза, очевидный(ἥ ἀλογία τινός Polyb.)
-
5 κονιαω
1) покрывать известкой, штукатурить, белить(τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.)
τάφοι κεκονιαμένοι NT. — повапленные гробы2) покрывать смолой, осмаливать(ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.)
-
6 στεγω
(преимущ. praes. и impf.; fut. στέξω, aor. ἔστεξα; редко med.)1) быть плотно закрытым, (водо)непроницаемым(νῇες στέγουσαι Thuc.)
2) задерживать, не пропускать (внутрь или наружу)(στέγεσθαι ὄμβρους Pind.)
δόμος ἅλα στέγων Aesch. — не пропускающее морской воды судно;δάκρυον ὄμματ΄ οὐκέτι στέγει Eur. — глаза уже не могут удержаться от слез;μέ στεγόντα (sc. ἀγγεῖα) Eur. — дырявые сосуды;οὐ δυνάμενος σ. διὰ λήθην Plat. — не могущий (ничего) удержать вследствие забывчивости3) отражать, отбивать(ἐχθρούς Aesch.; τέν ἐπιφορὰν τῶν βαρβάρων Polyb.)
σ. τὰς πληγάς Arph. — защищать от ран4) прикрывать, охранять, защищать, оберегать(πόλιν Soph.; τὰ σώματα Xen.)
5) выдерживать, выносить(βάρος Polyb.; νόσον Anth.; πάντα NT.)
6) прятать, скрывать(ὑπὸ σκότῳ τι Eur.; τὸ αἰσχρόν Soph.)
σιγῇ σ. Soph. — умалчивать, хранить в тайне7) содержать в себе, вмещатьσ. πλήρωμά τι Eur. — быть чем-л. наполненным
-
7 συμπεριφερω
1) носить с собой кругом, таскать повсюду(ἀγγεῖα Plat.)
ἐπὴ τῶν κύκλων (τῆς ἀνάγκης) συμπεριφέρεσθαι Plat. — носиться по кругам необходимости, т.е. описывать закономерные циклы2) вращать, pass. вращаться, общаться, находиться в общении Diod.3) увлекать с собой, pass. следовать, подчиняться(τινι Polyb.)
ταῖς δεήσεσί τινος συμπεριενεχθείς Plut. — уступив чьим-л. просьбам;τοῖς πράγμασι σ. Plut. — подчиняться обстоятельствам4) побуждать, возбуждать -
8 τριταλαντιαιος
-
9 υπεραιρω
1) (высоко) поднимать(τέν κεφαλέν εἴς τι Plat.)
ὑ. τι ὑπέρ τι Luc. — поднимать что-л. выше чего-л.;ὑ. τὸ φθέγμα Luc. — высоко поднимать голос, т.е. говорить в повышенном тоне;ὑπεραιρόμενος ἐπὴ πάντα NT. — превозносящийся превыше всего2) переходить, пересекать(τὰς Ἄλπεις Polyb.)
ὑπεράραντες τέν ἄκραν Polyb. — миновав мыс3) воен. обходить, заходить в тыл4) превосходить, превышать(τινά τινι Dem., Plut.)
ὑπεράρας καιρόν Aesch. — хватив через край;ὑπερᾶραι τὸν ὡρισμένον καιρόν Polyb. — пропустить установленный срок;5) переливаться через крайὑ. τὰ ἀγγεῖα Arst. — выливаться из сосудов;
ὑ. εἰς τὰ χωρία Dem. — разливаться по стране, наводнять страну - см. тж. ὑπεραῖρον -
10 αιμοφόρος
α, ο [ος, ον ] кровеносный;αιμοφόρα αγγεία — кровеносные сосуды
-
11 λεμφατικός
-
12 μελανόμορφος
ος, ο[ν]1) темнолицый, смуглый; 2):μελανόμορφα αγγεία — чернофигурные вазы
-
13 στεφανιαίος
-
14 συγκοινωνών
См. также в других словарях:
αγγεία — (Ανατ.).Ελαστικοί σωλήνες στους οποίους κυκλοφορεί το αίμα. Οι σωλήνες αυτοί είναι διαφόρων μεγεθών. Τα α. απαρτίζουν το αγγειακό σύστημα, που διαιρείται σε αιμοφόρο και λεμφικό. Στο πρώτο συμπεριλαμβάνονται οι αρτηρίες, οι φλέβες και τα… … Dictionary of Greek
ἀγγεῖα — ἀγγεῖον vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… … Dictionary of Greek
διάτρητα αγγεία — Τύπος ρωμαϊκών αγγείων από υλικό μεγάλης αξίας, τα οποία παρουσίαζαν δυσκολία στην επεξεργασία τους, εξαιτίας των σχισμών που πολύ συχνά γίνονταν κατά τη ζύμωσή τους από τον κατασκευαστή. Η ονομασία τους, άλλωστε, σημαίνει αγγεία γεμάτα σχισμές… … Dictionary of Greek
τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… … Dictionary of Greek
ωοκέλυφα αγγεία — Όρος με τον οποίον χαρακτηρίζονται ορισμένα αρχαία αγγεία της Κνωσού και της Φαιστού, εξαιτίας της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Τα αγγεία αυτά, που λέγονται και υμενόστρακα, μαρτυρούν μεγάλη επιτηδειότητα στην κατασκευή τους και… … Dictionary of Greek
αιμοφόρα αγγεία — Βλ. λ. αγγείο … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καμαραϊκά — αγγεία, τα είδος χρωματιστών προϊστορικών αγγείων που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Καμάρες της Kρήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)