Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄμφαξ

См. также в других словарях:

  • ὄμφαξ — unripe grape fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμφαξ — ο, η (ΑΜ ὄμφαξ, ακος, ἡ και σπαν. ὁ) παροιμ. φρ. «ὄμφακές εἰσιν» (από τον Αισώπειο μύθο) λέγεται για πράγματα που, ενώ θεωρούνται ανέφικτα και αδύνατα, προσποιείται κάποιος ότι τα περιφρονεί και γι αυτό δεν τα επιχειρεί μσν. αρχ. άγουρη ρώγα ή… …   Dictionary of Greek

  • ὀμφάκων — ὄμφαξ unripe grape fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφακα — ὄμφαξ unripe grape fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφακας — ὄμφαξ unripe grape fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφακες — ὄμφαξ unripe grape fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφακι — ὄμφαξ unripe grape fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφακος — ὄμφαξ unripe grape fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφαξι — ὄμφαξ unripe grape fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφαξιν — ὄμφαξ unripe grape fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφακός — ὀμφακός, ὁ (Α) ὄμφαξ*, άγουρο σταφύλι, αγουρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»