Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+θάρρος

  • 21 отвага

    отвага ж η τόλμη, το θάρρος
    * * *
    ж
    η τόλμη, το θάρρος

    Русско-греческий словарь > отвага

  • 22 позволить

    позволить
    сов, позволять несов ἐπιτρέπω / δίνω ἄδεια (давать разрешение) / παίρνω τό θάρρος, τολμῶ νά (осмеливаться):
    \позволить себе ἐπιτρέπω στον ἐαυτό μου· \позволить себе слишком много παίρνω πολύ θάρρος, παίρνω πολύ ἀέρα.

    Русско-новогреческий словарь > позволить

  • 23 бодрить

    ρ.δ.μ.
    ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω, ζωογονώ.
    ενθαρρύνομαι, θαρρεύω, παίρνω θάρρος, κουράγιο, αναθαρεύω• ζωογονούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > бодрить

  • 24 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 25 смело

    επίρ. θαρραλέα, τολμηρά. || ασύστολα, θαρρετά.
    -ей! περισσότερο θάρρος! πιο θαρρετά! πιο θάρρος!

    Большой русско-греческий словарь > смело

  • 26 φόβος

    φόβος, , Furcht, Schrecken, Besorgniß vor einem Uebel, mit dem Willen, sich diesem zu entziehen ( φέβομαι); Flucht, nach Aristarch. bei Hom. nur in dieser Bdtg; Il. oft, Ggstz von ἀλκή, 13, 48, in der Od. nur einmal, 24, 57; φόβονδε ἵππους ἄγειν, zur Flucht, wie φόβονδε τρωπᾶσϑαι, φόβονδε ἀΐσσειν, Il. 8, 139. 15, 666. 17, 579; auch φόβονδε ἀγορεύειν, zur Flucht rathen, 5, 252; Her. 7, 10, 5; – Furcht: ἐν δαιμονίοισι φόβοις Pind. N. 9, 27, vgl. P. 5, 61. 9, 33; φόβου πλέα τις εἶ Aesch. Prom. 798, u. oft, wie die andern Tragg.; φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ Aesch. Pers. 115; φόβον βλέπων Spt. 480; φόβος μ' ἔχει Ag. 1216; auch φόβος μ' ἔχει φρένας Suppl. 374; ἀνέπταν φόβῳ Soph. Ant. 1292; ὡς μ' ὑπῆλϑέ τις φόβος Phil. 1215, vgl. El. 1001; Eur. oft; u. in Prosa: Ggstz ϑάῤῥος Plat. Legg. I, 647 b; Tim. 49 d; auch im plur. oft, z. B. οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῠνται Prot. 360 b; φόβον παρέχειν, ἐμβάλλειν τινί, Furcht einflößen, Xen. u. A. oft; φόβον ἀπελαύνειν, Furcht vertreiben, Xen. Cyr. 4, 2,10; φόβου ἀπαλλάττεσϑαι 5, 2,32; τῷ καϑ' ἑαυτὸν φόβῳ Dem. 19, 2; häufig φόβος ἐστί, μή, Xen Mem. 2, 1,15; – οἱ φόβοι, Furcht erregende Gegenstande, Xen. An. 4, 1,23; vgl. ἢν φόβους λέγῃ Soph. O. R. 917; μ εγάλους φόβους καὶ κινδύνους ἔτι ἁπαλαῖς ψυ χαῖς ἐπιβάλλουσα Plat. Theaet. 173 e; φόβος ἀπὸ τῶν πολεμίων Xen. Cyr. 3, 3,53, ἔκ τινος Aesch. Ch. 930; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρο υς φόβος, den die Griechen den Barbaren einflößen, Xen. An 1, 2,18; ὁ φόβος ὁ πρὸς ὑμᾶς Dem. 25, 93.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > φόβος

  • 27 φάρυμος

    φάρυμος od. φαρυνός, äol. = τολμηρός, ϑαῤῥαλέος, VLL., wahrscheinlich mit ϑάῤῥος, ϑάρσος zusammenhangend.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > φάρυμος

  • 28 μεσότης

    μεσότης, ητος, ἡ, die Mitte, Plat. Tim. 32 b 43 d. – Bes. die Mitte zwischen zwei Extremen, Mittelmäßigkeit im guten Sinne, wie Arist. Eth. 2, 6 ff. die Tugenden als solche μεσότητες zwischen den Extremen der ὑπερβολή und der ἔλλειψις bestimmt, z. B. die ἀνδρεία als μεσότης zwischen φόβος u. ϑάῤῥος; – αἱ μεσότητες ἄρισται, Bass. 6 (XI, 102); vgl. p. in Stob. fl. 105, 51. – In der Arithmetik die mittlere Proportionale, Nicom. ar. 2, 24 u. öfter.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > μεσότης

  • 29 θαρσέω

    θαρσέω, ion. u. altatt., von Plat. an ϑαῤῥέω, gutes Muthes, getrost, zuversichtlich sein; καὶ τότε δὴ ϑάρσησε, wurde getrost, faßte Muth, Il. 1, 92; τε-ϑαρσήκασι δὲ λαοί 9, 420; bes. häufig ϑάρσει, sei gutes Muthes, unverzagt, Hom. u. Folgde; σὺ δὲ ϑάρσει τόνδε γ' ἄεϑλον, wenigstens für diesen Kampf, Od. 8, 197, wie ϑάρσει τὸ τοῠδέ γ' ἀνδρός Soph. O. C. 650; ϑάρσει γέροντος χεῖρα Eur. Andr. 993, s. nachher; – Pind. u. Tragg. auch ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν Soph. Ant. 664; Αἴαντος οὐ ϑαρσῶ πέρι, ich bin um ihn bekümmert, Ai. 780, wie ἕνεκά τινος, Aesch. Suppl. 993; Plat. Soph. 242 b u. Sp.; ὑπέρ τινος, Plat. Rep. VIII, 566 b; Xen. Cyr. 7, 1, 17; ἐπί τινι, Isocr. 6, 60, wie D. C. 38, 49; ἀνόητον ϑάῤῥος ϑαῤῥήσει Plat. Phaed. 95 c, von unverständiger Keckheit; πρός τι, Prot. 350 b. Ggstz δεδιέναι, Phaed. 78 b; wie oben c. acc., eigtl. in Beziehung auf Etwas getrost sein, deswegen unbesorgt sein, darauf bauen, τὸ τοιοῠτον σῶμα οἱ ἐχϑροὶ ϑαῤῥοῠσιν Phaedr. 239 d; οὐδενὶ προςήκει ϑάνατον ϑαῤῥοῦντι Phaed. 88 b; τὰς μάχας ϑαῤῥεῖτε Xen. An. 3, 2, 20, wenn ihr euch vor der Schlacht nicht fürchtet; καὶ πιστεύω Dem. 19, 3; geradezu trauen, οὔτε Φίλιππος ἐϑάῤῥει τούτους, οὔτε οὗτοι Φίλιππον 3, 7. Auch pass., Philostr. Im. 1, 17. Auch τινί, auf Etwas trauen, sich verlassen, τεϑαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. 3, 76; Thuc. 2, 65; Plut. Aristid. 2 u. a. Sp.; vgl. Thom. Mag. – C. inf., wagen, ἀϑροίζεσϑαι Xen. Cyr. 8, 8, 6; συνάψαι μὲν εἰς χεῖρας οὐκ ἐϑάρσησε Plut. Pericl. 22. – Das partic. steht oft adv., getrost, ke ck, λέγε τοίνυν ϑαῤῥῶν Plat. Phaedr. 243 e. – Τὸ τεϑαῤῥηκός, der Muth, die Zuversicht, Plut. Fab. M. 26.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > θαρσέω

  • 30 ἠλίθιος

    ἠλίθιος (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίϑιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῠ μήϑ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίϑιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιϑίαν ὁδὸν ἦνϑον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιϑίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιϑίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιϑιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίϑιον ϑάῤῥος ϑαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιϑίως διακεῖσϑαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἠλίθιος

  • 31 ηλιθιος

        дор. ἀλίθιος 3
        (ῐθ, ᾱ)
        1) безрассудный, глупый, нелепый
        

    (εὐηθίη Her.; ὅστις μέ πιὼν κῶμον φιλεῖ Eur.; βλάψ τε καὴ ἠ. Xen.; θάρρος Plat.; φρένες ἀνδρῶν Plut.)

        ἠλιθιώτατος ἁπαξαπάντων Arph.глупейший из всех

        2) бесполезный, бесплодный, напрасный
        

    (χόλος Pind.; βέλος Aesch.; ὁδός Theocr.)

    Древнегреческо-русский словарь > ηλιθιος

  • 32 θαρσεω

         θαρσέω
        новоатт. θαρρέω
        1) быть смелым, отважным, отваживаться, дерзать
        

    (τι Hom., Her., Xen., Plat.)

        θαρσήσας μάλα εἰπέ Hom. — (рас)скажи со всей смелостью;
        θάρσησε καὴ ηὔδα Hom. (Калхант) спокойно промолвил;
        οἱ Μυτιληναῖοι ἐθάρσουν Thuc. — митиленцы осмелели (воспрянули духом);
        θάρσει Hom., Trag. etc. — не бойся, будь спокоен или будь уверен;
        λέγε θαρρῶν Plat. — говори посмелее, говори напрямик;
        τὰς μάχας θ. Xen. — решаться на сражения, не бояться сражений;
        θάνατον θ. Plat. — не бояться смерти;
        παρὰ καιρὸν ὕβρει θ. Thuc. — быть смелым некстати и до дерзости;
        θ. εἴς τινα NT.быть смелым в присутствии кого-л.

        2) быть уверенным, твердо верить, доверять(ся), смело полагаться
        

    (τινι Her., τινα Xen., Dem., περί τινος Soph., Isocr., περί τι Arst., ὑπέρ τινος Xen., Plat., ἐπί τινι Isocr., τινος ἕνεκα Aesch., Plat., πρός τι или τινα Plat., διά τι Isocr. и ἔν τινι NT.)

        αἴαντος οὐ θαρσῶ πέρι Soph. — я не уверен насчет (я боюсь за) Эанта;
        θ. τὰ μέλλοντα Arst. — быть спокойным за будущее;
        ἀνόητον θάρρος θ. Plat. — питать бессмысленную уверенность, т.е. быть легковерным, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. проникнувшись уверенностью в благоприятности этого знамения (досл. ободренные птицами);
        τοῦτον ἂν ἄνδρα θαρσοίην ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν, εὖ δ΄ ἂν ἄρχεσθαι θέλειν Soph. — я склонен верить, что такой человек будет хорошо повелевать и охотно подчиняться;
        τὸ τεθαρρηκός и τὸ θαρροῦν Plut.уверенность

    Древнегреческо-русский словарь > θαρσεω

  • 33 θαρσος

         θάρσος
        новоатт. θάρρος - εος τό тж. pl.
        1) смелость, отвага
        

    (θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἥ ἀνδρεία μεσότης περὴ φόβους καὴ θάρρη Arst.)

        θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. — смелость перед лицом врагов;
        θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὴ φρεσὴ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὴ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. — внушать отвагу, придавать бодрости;
        θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen.смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.;
        θ. λαβεῖν NT.(при)ободриться

        2) источник бодрости, поднимающая отвагу сила
        

    ὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. — боевая песнь, поднимающая дух у друзей

        3) смелый шаг, дерзание
        4) дерзость, наглость
        

    (θ. ἄητον Hom.)

        5) назойливость
        

    (μυίης Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > θαρσος

  • 34 вдохнуть

    вдохнуть
    сов
    1. см. вдыхать·
    2. перен (что-л. в кого-л) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ, ἐνθουσιάζω:
    \вдохнуть мужество в кого-л. ἐμπνέω τό θάρρος· \вдохнуть жизнь в кого-л. ἀναζωογονῶ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вдохнуть

  • 35 воспрянуть

    воспрянуть
    сов:
    \воспрянуть ду́хом παίρνω θάρρος, παίρνω κουράγιο, ἐμψυχώνομαι, ἐνθαρρύνομαι· \воспрянуть от сна ξυπνῶ, ἀφυπνίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > воспрянуть

  • 36 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 37 дерзать

    дерза||ть
    несов (άπο)τολμω, παίρνω τό θάρρος.

    Русско-новогреческий словарь > дерзать

  • 38 крепиться

    крепи||ться
    συγκρατιέμαι, κρατιέμαι:
    \крепитьсятесь! θάρρος!, κουράγιο!

    Русско-новогреческий словарь > крепиться

  • 39 ни

    ни I
    1. союз (при перечислении однородных членов) οὔτε, μήτε:
    ни он ни я μήτε ὁ ἔνας μήτε ὁ ἀλλος· ни так ни сяк ὁὔτε ίτσι, ὁὔτε ἀλλοιῶς· ни тот ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας ὁὔτε ὁ ἄλλος· ◊ ни то ни се ὁὔτε κρύο ὁὔτε ζεστό· ни за что ни про что χωρίς καμιά αἰτία, στά καλά καθούμενα·
    2. частица усил. в отрицательных предложениях ὁὔτε:
    он не пропустил ни одного́ урока δέν παρέλειψε ὁὔτε ἕνα μάθημα· там не было ни души́ ἐκεῖ δέν ὑπήρχε ὁὔτε ψυχή· ни один человек не поду́мает этого κανενός δέν θά τοῦ πέρνοῦσε ἀπ· τό μυαλό· ни под каким видом μέ κανένα τρόπο·
    3. частица (после местоимений и наречий перед глаголом переводится неопределенным местоимением или идиоматическим выражением):
    как я ни кричал δσο[ν] καί ἄν φώναζα· во что́ бы то ни стало μέ κάθε τρόπο, δίχως ἀλλο, σώνει καί καλά· кто бы то ни́ был ὀποιος καί ἄν εἶναι, ὁποιοσδήποτε· как бы то ни́ было ὁπωσδήποτε· ◊ ни-ни́! разг ὁὔτε κουβέντα, ὁὔτε τό παραμικρό· об этом ни-ни! γιά τό ζήτημα αὐτό ὁὔτε κουβέντα, μήτε τσιμουδιά.
    ни II
    (отделяемая часть местоим. всегда без ударения):
    ни с кем μέ κανένα· ни к кому́ σέ κανένα· ни у кого́ не хватило смелости κανείς δέν είχε τό θάρρος· ни у кого́ нельзя· было добиться ответа δέν μποροῦσε νά πάρει ἀπάντηση ἀπό κανένα· ни у кого не нашлось... κανείς δέν είχε...· ◊ ни за что́ μέ κανένα τρόπο, οὐδέποτε· ни за что на свете μέ κανένα τρόπο, καί χρυσό νά μέ κάνεις· ни в коем слу́чае σέ κομμιά περίπτωση· мне это ни к чему́ αὐτό δέν μ' ἐνδιαφέρει, δέν μοῦ λέει τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > ни

  • 40 осмеливаться

    осмеливаться
    несов, осмелиться сов (ἀπο)τολμῶ:
    как вы осмелились это сделать? πώς τολμήσατε νά τό κάνετε αὐτό· \осмеливаться возразить τολμώ νά φέρω ἀντιρρήσεις· ◊ осмелюсь доложить... λαμβάνω τό θάρρος νά σᾶς ἀναφέρω (ότι...),

    Русско-новогреческий словарь > осмеливаться

См. также в других словарях:

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — το ους 1. έλλειψη φόβου, ψυχικό σθένος, ανδρεία: Αντλώ θάρρος. – Δίνω θάρρος. – Αντιμετώπισε με θάρρος τον κίνδυνο. 2. οικειότητα: Πολύ θάρρος σου έδωσα. – Έχει πολύ θάρρος μαζί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάρρος — θάρσος courage neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

  • θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… …   Dictionary of Greek

  • ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»