-
1 μεσότητες
μεσότηςcentral position: fem nom /voc pl -
2 μεσότης
μεσότης, ητος, ἡ, die Mitte, Plat. Tim. 32 b 43 d. – Bes. die Mitte zwischen zwei Extremen, Mittelmäßigkeit im guten Sinne, wie Arist. Eth. 2, 6 ff. die Tugenden als solche μεσότητες zwischen den Extremen der ὑπερβολή und der ἔλλειψις bestimmt, z. B. die ἀνδρεία als μεσότης zwischen φόβος u. ϑάῤῥος; – αἱ μεσότητες ἄρισται, Bass. 6 (XI, 102); vgl. p. in Stob. fl. 105, 51. – In der Arithmetik die mittlere Proportionale, Nicom. ar. 2, 24 u. öfter.
-
3 μεσοτης
- ητος ἥ1) центральное положение(χώρας τε καὴ ἄστεος Plat.)
2) средоточие, центрτὸ νῦν ἐστι μ. τις καὴ ἀρχέν καὴ τελευτέν ἔχον ἅμα Arst. — настоящее есть как бы центр, содержащий начало (будущего) и конец (прошлого)
3) среднее, промежуточноеμ. τῆς ἐναντιώσεως Arst. — среднее между противоположностями
4) (золотая) середина, умеренность(ἐν τοῖς πάθεσι Arst.; αἱ μεσότητες ἄρισται Anth.)
5) грам. средний залог -
4 χειμέριος
A wintry, stormy,ἄελλαι Il.
l.c.;νιφάδες 3.222
:ὕδωρ 23.420
; , Pi.P.6.10, E.Hel. 1481 (lyr., nowhere else in E., never in A.); (lyr.);ἄνεμοι Democr.14
; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od.5.485, Hes.Op. 494;ἦμαρ χ. Il.12.279
, Hes.Op. 524, 565 (pl.);νύξ Emp.84.2
, Pi.O.6.100;νὺξ χ. ὕδατι καὶ ἀνέμῳ Th.
l.c.;χ. πῦρ Pi.P.4.266
; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry months, Hdt.2.68; τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Arist.HA 599a24; soχ. κατὰ μῆνα Simon.12
; ἦρ χ. a stormy, cold spring, Hp.Aër.10; ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία a shore stricken by the wintry waves, S.OC 1241 (lyr.); neut. pl. as Adv.,χειμέρια βροντᾷ Ar.Fr.46
; ἐν χειμερίοις in cold places, opp. to ἐν ἀλεεινοῖς, Arist.HA 613b2; ἐὰν ἴδωσι.. χειμέρια stormy weather, ib. 614b21;χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν μᾶλλον ἢ αἱ μεσότητες Id.GA 738a21
. Adv. ίως in wintry fashion, Hp.Epid.4.7.2 metaph., χ. λύπα raging pain, S.Ph. 1194 (lyr.); χ. τὰ πράγματα, punningly, Ar.Ach. 1141.—Correct writers use χειμέριος = wintry, stormy, χειμερινός (opp. θερινός) = in winter-time, in the winter season, but later authors neglected this distinction, χειμερίῃσι (sc. ὥραις) Nic.Al. 623;χειμέριοι τροπαί App.BC2.48
, 52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμέριος
-
5 μεσότης
См. также в других словарях:
μεσότητες — μεσότης central position fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότητα — η (ΑM μεσότης) [μέσος] 1. η ιδιότητα τού μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.) 2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ… … Dictionary of Greek