Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+θάρρος

  • 81 граничить

    -ит
    ρ.δ.
    (με δοτ.)
    1. συνορεύω, αυνομορώ, γειτονεύω.
    2. προσεγγίζω, πλησιάζω, εγγίζω τα όρια•

    его смелость -ит с наглостью το θάρρος του εγγίζει τα όρια της αυθάδειας.

    Большой русско-греческий словарь > граничить

  • 82 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 83 кураж

    -а (-у) α. θάρρος, τόλμη, κουράγιο.
    εκφρ.
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία (λίγο πιομένος).

    Большой русско-греческий словарь > кураж

  • 84 мужество

    ουδ.
    αντρεία, αντρειοσύνη, γενναιότητα,παλικαριά. || θάρρος.

    Большой русско-греческий словарь > мужество

  • 85 набрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа
    ρ.σ.μ.
    1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•

    набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.

    2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•

    набрать воды παίρνω νερό.

    || δέχομαι•

    набрать заказов παίρνω παραγγελίες.

    3. προσλαμβάνω•

    набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.

    || στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•

    набрать армию συγκροτώ στρατό•

    труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•

    набрать отряд συγκροτώ τμήμα.

    4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•

    набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.

    || επαυξαίνω•

    набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.

    (τυπγρ.) στοιχειοθετώ.
    1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•

    набрать сил παίρνω δύναμη•

    набрать смелость παίρνω θάρρος•

    набрать терпение κάνω υπομονή.

    3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•

    набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).

    || δοκιμάζω, υποφέρω.
    4. εξευρίσκω•
    5. μεθώ, κουτσοπίνω.
    εκφρ.
    набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•
    набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > набрать

  • 86 осмелеть

    -ю, -ешь
    ρ.σ. γίνομαι τολμηρός, παίρνω θάρρος.

    Большой русско-греческий словарь > осмелеть

  • 87 осмелиться

    ρ.σ. (απο)τολμώ, δε διστάζω,αποφασίζω παίρνω θάρρος•

    он не -ился противостоять αυτός δεν τόλμησε να αντισταθεί•

    -возразить τολμώ να αντιμιλήσω.

    Большой русско-греческий словарь > осмелиться

  • 88 повольничать

    ρ.σ. θαρεύω, παίρνω, θάρρος, ελευθερόστομα).

    Большой русско-греческий словарь > повольничать

  • 89 прибодриться

    ρ.σ. (απλ.) θαρρεύω πολύ, πα παίρνω πολύ θάρρος, παραθαρρεύω.

    Большой русско-греческий словарь > прибодриться

  • 90 развязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λύνω, αποσυνδέω, ξεδένω•

    развязать узел λύνω τον κόμπο.

    2. μτφ. απαλλάσσω, ελευθερώνω, λυτρώνω. || μτφ. αποδεσμεύω, απελευτερώνω.
    εκφρ.
    развязать войну – εξαπολύω (ανάβω) τον πόλεμο•
    развязать руки – λύνω τα χέρια (είμαι ελεύθερος να πράξω όπως θέλω)•
    развязать язык – α) λύνω το γλωσσοδέτη, β) λύνω τη σιωπή.
    1. λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεδένομαι•

    у вас -лся галстук σας λύθηκε η γραβάτα•

    мешок -лся το τσουβάλι λύθηκε.

    2. μτφ. απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι• λυτρώνομαι.
    3. μτφ. ξεθαρεύω, αναθαρεύω, παίρνω θάρρος.
    εκφρ.
    язык -лся – λύθηκε ο γλωσσοδέτης• λύθηκε η σιωπή.

    Большой русско-греческий словарь > развязать

  • 91 расхрабриться

    -рюсь, -ришься
    ρ.σ. παίρνω θάρρος, κουράγιο, ξεθαρρεύω, ενθαρρύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расхрабриться

  • 92 свобода

    θ.
    1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•

    завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•

    борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•

    свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•

    относительная -σχετική ελευθερία•

    ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•

    любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•

    свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•

    свобода печати ελευθερία τύπου•

    предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•

    свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•

    демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•

    выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•

    лишить -у στερώ της ελευθερίας•

    свобода торговли ελευθερία εμπορίου•

    свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.

    || απελευθέρωση.
    2. ευκολία•

    отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.

    3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.
    εκφρ.
    свобода рук – ελευθερία δράσης•
    на -е – στον ελεύθερο χρόνο•
    дать -уβλ. στη λ. воля.

    Большой русско-греческий словарь > свобода

  • 93 слабо

    ως κατηγ. (απλ.) δεν έχω τη δύναμη, το θάρρος.

    Большой русско-греческий словарь > слабо

  • 94 смелость

    θ.
    1. τολμηρότητα.
    2. γενναιότητα, αντρεία.
    εκφρ.
    брать (взять) на себя смелость – παίρνω θάρρος, γίνομαι τολμηρός.

    Большой русско-греческий словарь > смелость

  • 95 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 96 стеснять

    ρ.δ.
    βλ. стеснить.
    1. βλ. стесниться.
    2. συστέλλομαι, διστάζω, συμμαζεύομαι, ντρέπομαι. || μου λείπει το θάρρος, είμαι αναποφάσιστος• φοβούμαι, δειλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > стеснять

  • 97 уверить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. уверенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ. διαβεβαιώνω• πείθω•

    уверить в искренности намерений διαβεβαιώνω για την ειλικρίνεια των σκοπών•

    уверить в своей правоте πείθω για το δίκιο μου•

    он -ил его, что... αυτός τον έπεισε ότι....

    εκφρ.
    смею вас уверить – έχω το θάρρος να σας διαβεβαιώσω.
    βεβαιώνομαι, πείθομαι•

    уверить в уверенностьи друга είμαι βέβαιος για την αφοσίωση του φίλου.

    Большой русско-греческий словарь > уверить

  • 98 фамильярничать

    ρ.δ. φέρνομαι με οικειότητα, με θάρρος.

    Большой русско-греческий словарь > фамильярничать

  • 99 фамильярность

    θ.
    οικειότητα, θάρρος.

    Большой русско-греческий словарь > фамильярность

  • 100 εὐελπιστία

    A hopefulness, sanguine temper, confidence,

    περὶ τοῦ μέλλοντος Epicur.Sent.Vat.39

    , cf.Plb.11.3.6, Phld.Oec.p.73J., Cic.Att.2.17.2; τινος Ph.1.502, Perict. ap. Stob. 4.28.19; θάρρος καὶ εὐ. Procl.in Cra.p.88P.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐελπιστία

См. также в других словарях:

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — το ους 1. έλλειψη φόβου, ψυχικό σθένος, ανδρεία: Αντλώ θάρρος. – Δίνω θάρρος. – Αντιμετώπισε με θάρρος τον κίνδυνο. 2. οικειότητα: Πολύ θάρρος σου έδωσα. – Έχει πολύ θάρρος μαζί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάρρος — θάρσος courage neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

  • θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… …   Dictionary of Greek

  • ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»