-
1 Μυίης
Μυί̱ης, Μυῖαfly: fem gen sg (epic ionic) -
2 μυίης
μυί̱ης, μυῖαfly: fem gen sg (epic ionic) -
3 μυῖα
μυῖα, ἡ (nach den Alten von μύω; auch μύα. vgl. musca, Mücke), die Fliege; ἠΰτε μυιάων ἀδινάων ἔϑνεα πολλά, Il. 2, 469, wo die Stechfliege gemeint ist, wie 16, 641; ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργει μυῖαν, ὅϑ' ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ, 4, 131, die Stubenfliege, als Bild der dreisten Unverschämtheit u. Keckheit, die sich nicht zurückscheuchen läßt; καί οἱ μυίης ϑάρσος ἐνὶ στήϑεσσιν ένῆκεν, 17, 570. Die Aas- oder Schmeißfliege, 19, 25. 31; die sonst gew. μυῖα στρατιῶτις heißt, Luc. enc. musc. 12; ἀπαμύνειν τὰς μυίας, Ar. Vesp. 597. – Sprichwörtlich ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, Luc. enc. musc. extr. u. A.; – μυῖα χαλκῆ, ein Kinderspiel, wie unser Blindekuh, Hesych. (vgl. μυΐνδα).
-
4 θάρσος
θάρσος, τό, ion. u. altatt., von Plat. an ϑάῤῥος (vgl. auch ϑράσος), Muth, Zuversicht, Kühnheit; μένος καὶ ϑάρσος, Il. 5, 2 u. öfter; ϑάρσος ἐνὶ φρεσὶ ϑῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140. Dreistigkeit, Frechheit, μυίης Il. 17, 570; 21, 395; Pind. P. 5, 111; Tragg. u. Prosa; ϑάρσος ἴσχε, = ϑάῤῥει, Soph. Phil. 796; Plat. Legg. I, 644 c sagt φόβος μὲν ἡ πρὸ λύπης ἐλπίς, ϑάῤῥος δὲ ἡ πρὸ τοῦ ἐναντίου; oft mit ἀνδρεία zusammen, Prot. 351 a Conv. 192 a; Arist. stellt die ἀνδρία in die Mitte zwischen φόβος u. ϑάῤῥος, Eth. 3, 6, vgl. rhet. 2, 5; ϑάῤῥος πολεμίων, gegen die Feinde, Plat. Legg. I, 647 b; πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 4, 2, 15; ϑ. ἐμποιεῖν τινι, einflößen, An. 6, 3, 17; παρασχεῖν Thuc. 6, 68; λαμβάνειν, Muth fassen, 2, 97; anders τοὺς Ἀϑηναίους ϑάρσος ἔλαβε 2, 92, wie ϑ. ἐγγίγνεταί τινι Xen. Cyr. 4, 2, 15, ἐμπίπτει Hell. 7, 1, 21. – Bei Aesch. auch was Muth macht, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, ϑάρσος φίλοις Spt. 248.
-
5 θαρσος
1) смелость, отвага(θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἥ ἀνδρεία μεσότης περὴ φόβους καὴ θάρρη Arst.)
θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. — смелость перед лицом врагов;θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὴ φρεσὴ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὴ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. — внушать отвагу, придавать бодрости;θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen. — смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.;θ. λαβεῖν NT. — (при)ободриться2) источник бодрости, поднимающая отвагу силаὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. — боевая песнь, поднимающая дух у друзей
3) смелый шаг, дерзание(αἰσχρὰ θάρρη θαρρεῖν Plat.)
4) дерзость, наглость(θ. ἄητον Hom.)
5) назойливость(μυίης Hom.)
-
6 μυια
ион. μυίη ἥ мухаμυίης θάρσος Hom. — мушиная отвага;
ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν погов. Luc. — делать из мухи слона -
7 θάρσος
θάρσος, [dialect] Att. [full] θάρρος, [dialect] Aeol. [full] θέρσος (q.v.), εος, τό, ([etym.] θρασύς)A courage, Il.6.126; θ. τινός courage to do a thing, A.Ch.91, S.OC48: c. gen., courage against.., ;πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyr. 4.2.15
; θ. ἴσχε take courage! S.Ph. 807;θ. ἔχειν περί τινος Id.El. 412
;φρεσὶ θ. ἀέξειν Hes.Sc.96
;αἴρειν πρός τι E.IA 1598
;λαβεῖν Act.Ap. 28.15
; butθ. ἔλαβέ τινας Th.2.92
;θ. ἐμπνέειν Od.9.381
;ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι 3.76
; τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ θῆκε.. θ. 1.321;ἐν κραδίῃ βάλλειν Il.21.547
; παρασχεῖν, ἐμποιεῖν τινι, Th.6.68, X.An.6.5.17; θ. ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινί, Id.Cyr.4.2.15, HG7.1.31;ἐμφύσεται Id.Cyr.5.2.32
;οὔτ' ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ θ. παρ' ἡμῖν ὡς.. E.Hec. 371
: pl.,φόβοι καὶ θάρρη Arist.EN 1107a33
, cf. Pl.Prt. 360b.2 that which gives courage,ὀλολυγμόν.., θάρσος φίλοις A.Th. 270
, cf. 184: pl., θάρση grounds of confidence, E.IT 1281 (lyr.).II rarely in bad sense, = θράσος, audacity,θάρσος ἄητον ἔχουσα Il.21.395
; μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν the reckless persistence of a fly, 17.570.—On the diff. of θάρσος and θράσος, v. θράσος. -
8 μυῖα
A fly, Il.2.469, 4.131, Simon.32, etc.; carrion-fly, bluebottle, Il.19.25,31; gall-insect, Thphr. l.c.: prov., μυίης θάρσος, of excessive boldness, Il.17.570;ἐάν τις.. ὥσπερ μ. πρόσπτηται X.Mem.3.11.5
; δειπνεῖν ἄκλητος μ. a fly for coming to dinner uninvited, Antiph.195.7; ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν 'to make a mountain out of a molehill', Luc.Musc.Enc.12; μυῖα στρατιῶτις, μ. κύων, ibid.;δραίνω μυῖ' ὅσον Herod.1.15
.II χαλκῆ μυῖα a game like blindman's-buff, Id.9a, Poll.9.123; cf. μυΐνδα.III used by peasants of bees, Eust.257.6. (Cf. Lith. musià 'fly', Lat. musca, etc.) -
9 ἐνίημι
A- ήσω Th.4.115
: [tense] aor. -ῆκα, [dialect] Ep. - έηκα: [mostly ἐνῐημι in [dialect] Ep., always ἐνῑημι in Trag.; butἐνῑετε Il.12.441
]:— send in or into, ἄλλους δ' ὀτρύνοντες ἐνήσομεν will send into the battle, ib.14.131;ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Od.12.65
.2 implant, inspire, c. acc. rei et dat. pers.,ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ Il.20.80
; ;τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις 16.449
;ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν E.Ba. 851
; ἐ. τισὶ δαπάνην involve them in expense, PAmh.2.133.9 (ii A.D.):—[voice] Pass., κίνησις παρ' ἄλλου ἐνιεμένη introduced from without, Plot.6.3.23.3 reversely, c. acc. pers. et dat. rei, plunge into,τὸν.. Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι Il.10.89
; νῦν μιν μᾶλλον ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας plunged him in, inspired him with pride of soul, 9.700; so ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει (sc. ἡμᾶς) shall bring us yet more to harmony, Od.15.198.4 generally, throw in, ἐπεί ῥ' ἐνέηκε (sc. φάρμακον οἴνῳ) ib.4.233; τάμισον [τυρῷ] Theoc.11.66;νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ Il.12.441
, cf. E.Tr. 1262 (so in [voice] Pass.,πῦρ ἐνίετο ταῖς ἀσπίσιν Jul.Or.1.27d
); alsoἐς τὰς πόλις ἐ. πῦρ Hdt. 8.32
, cf. Th.4.115; of ships, launch them into the deep, ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ (sc. νῆα) Od.2.295, 12.293.6 inject poison, of spiders, X.Mem.1.3.12;ἰὸν ἐ. τινί A.R.4.1508
; also of clysters, Nic.Al. 197, Aret.CA1.6, Dsc.1.30, etc.b infuse, in [voice] Pass.,ἐνεήσθω ἐν αὐτέῳ ἄνηθον Aret.CA1.1
; κάνναβις ἐνεσμένη ( ἐνεεσμένη Geronthr.) soaked (?),Edict.Diocl.
32.17.8 [voice] Med., of trumpets, begin to sound, D.S.17.106.II intr., press on, X. Cyr.7.1.29, HG2.4.32:—[voice] Med., plunge into,ὑδάτεσσι Arat.943
.
См. также в других словарях:
Μυίης — Μυί̱ης , Μυῖα fly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυίης — μυί̱ης , μυῖα fly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek