-
1 ηλιθιώτατος
-
2 ἠλιθιώτατος
-
3 ἠλίθιος
ἠλίθιος (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίϑιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῠ μήϑ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίϑιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιϑίαν ὁδὸν ἦνϑον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιϑίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιϑίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιϑιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίϑιον ϑάῤῥος ϑαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιϑίως διακεῖσϑαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon
-
4 ηλιθιος
дор. ἀλίθιος 3(ῐθ, ᾱ)1) безрассудный, глупый, нелепый(εὐηθίη Her.; ὅστις μέ πιὼν κῶμον φιλεῖ Eur.; βλάψ τε καὴ ἠ. Xen.; θάρρος Plat.; φρένες ἀνδρῶν Plut.)
ἠλιθιώτατος ἁπαξαπάντων Arph. — глупейший из всех2) бесполезный, бесплодный, напрасный(χόλος Pind.; βέλος Aesch.; ὁδός Theocr.)
См. также в других словарях:
ἠλιθιώτατος — ἠλίθιος idle masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)