-
81 κτενιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτενιστικός
-
82 λευκός
A light, bright, clear (opp. μέλας in all senses),αἴγλη Od. 6.45
; λευκὸν (v.l. λαμπρόν).. ἠέλιος ὥς Il.14.185
;λ. φάος S.Aj. 708
(lyr.), cf. infr. 11.3; (anap.); of metallic surfaces,λέβης Il.23.268
; λ. γαλήνη a glassy calm, Od.10.94; of water, clear, limpid, Il.23.282, Od.5.70, A.Supp.23 (anap.);λ. νᾶμα E.HF 573
; -ότατος ποταμῶν Call.Jov.19
.2 metaph., clear, distinct, of the voice, Arist.Top. 106a25, S.E.M.6.41: in literary sense, clear,λ. στίχος AP11.347
(Phil.): prov., λευκὸς Ἑρμῆς, when a rogue was detected, Macar. 5.53. Adv. -κῶς, πάντα φαίνειν, of Hermes, Corn.ND16: [comp] Comp. - ότερον, διαλεχθῆναι Hld.7.20
.II of colour, white, freq. in Hom., varying from the pure white of snow ([ἵπποι] -ότεροι χιόνος Il.10.437
) to the grey of dust (λευκοὶ ἐγένοντο κονισάλῳ 5.503
);γάλα λ. 4.434
;κρῖ 5.196
;ἄλφιτα 18.560
;ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι 5.583
;ὀδόντες 10.263
;ὀστέα 16.347
;ἱστία 1.480
;φᾶρος 18.353
, etc.; λ. ἅρμα, = λεύκιππον, E.Ph. 172; of the white horses used by tyrants,λ. ζεῦγος D. 21.158
, cf. λεύκιππος; λ. λίθος marble, OGI219.36 (Sigeum, iii B.C.), etc., cf. λευκόλιθος; λευκῷ<ν>λίθῳ λ. στάθμη a white line on a white stone, prov. of explanations which do not explain, S.Fr. 330; ἡ λ. ῥίζα white root (= ἡ τοῦ δρακοντίου, acc. to Gal.19.118), Hp.Morb.2.48, Nat.Mul.32; freq. of white or grey hair,λ. κάρη Tyrt.10.23
; ;λ. γῆρας Id.Aj. 625
(lyr.);λευκὰ γήρᾳ σώματα E.HF 909
, etc.b of the human skin, white, fair, sts. as a sign of youth and beauty, χρώς, πήχεε, Il.11.573, Od.23.240; λ. παρειά, παρηΐς, S.Ant. 1239, E.Med. 923; σάρξ, δέρη, ib. 1189 (v.l.), IA 875 (troch.); freq. with the notion of bare, κῶλον, πούς, Id.Ba. 665, 863 (lyr.), Ion 221 (lyr.); cf. λευκόπους.c of persons, white-skinned, Pl.R. 474e: hence, weakly, womanish, Ar.Th. 191, Ec. 428, X.HG3.4.19;λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Macar.5.55
; cf. λευκόπρωκτος, λευκόχρως.d λευκαὶ φρένες in Pi.P.4.109 is expld. by Hsch. μαινόμεναι, frantic, passionate (cf. λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν, Id.).2 λ. χρυσός, pale gold, i.e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. ἄπεφθος χρυσός, Hdt.1.50.3 metaph., bright, fortunate, happy,λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου A.Pers. 301
, cf. Ag. 668; a joyful day or holiday, Call.Aet.1.1.2; λ. ἡμέρα a happy day, S.Fr.6, cf. Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.39; variously expld. in Phylarch. 83 J., Plu.Per.27; ἡ λ. ψῆφος the vote of acquittal, Luc.Harm.3, cf. Hsch. -
83 μέθοδος
A following after, pursuit,νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon.
ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence,II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph. 218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib. 243d;ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol. 1289a26
: hence, treatise, Dam.Pr. 451.2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr. 270c, Arist.EN 1129a6, Pol. 1252a18, etc.;ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R. 533c
, Arist.Rh. 1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top. 101a29;ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12
.4 'methodic' medicine,ἰητὴρ μεθόδου.. προστάτα Epigr.Gr.306
([place name] Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέθοδος
-
84 μισθοφορέω
A receive wages or pay, esp. in the public service, serve for hire, Ar.Av. 584, V. 683, X.Oec.1.4, etc.;δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Arist.Pol. 1317b35
;παρά τινος Luc.Apol.11
: c. acc. rei, receive as pay,τρεῖς δραχμάς Ar.Ach. 602
;τὰ δημόσια μ. χρήματα Id.Ec. 206
; ; μ. τὰ τούτων receive pay from their purse, Lys.27.11.b freq. of mercenary soldiers, IG12.99.22, Ar. Av. 1367, etc.;μ. τισί X.Cyr.8.8.20
; παρά τινι ib.3.2.25, D.23.149; μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, as if he were a pauper, Aeschin.1.103; μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, i.e. to draw pay without filling up the vacancies, Id.3.146.2 bring in rent or profit, οἰκία -φοροῦσα, ἀνδράποδα -φοροῦντα, Is.8.35;εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον -φοροῦν X.Ath. 1.17
:—[voice] Pass., to be let for hire, Id.Vect.3.5.II causal, engage for pay, take into service,στρατιὰν ἐπί τινα Phalar.Ep.186.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισθοφορέω
-
85 πέδη
A fetter: in pl., shackles, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε χρυσείας, of horses, Il. 13.36 ; of men,τοῖς ἀδίκοις ἀμφιτίθησι πέδας Sol.4.34
, cf. Thgn.539, A.Pr.6, Men.Her.3, Herod.3.95 ; πεδέων ζεῦγος pair of fetters, Hdt.7.35 ; ἐν πέδαις (v.l. ἐς πέδας) δῆσαί τινα put one in fetters, Id.5.77 ; αἱ πέδαι, ἐν τῇσι ἐδεδέατο ibid. ; ἐν πέδαις δῆσαι, φυλάττειν, etc., Pl.Lg. 882b, Plu.2.181b, etc.: metaph., πέδαις ἀχαλκεύτοισι, of the robe in which Agamemnon was entangled, A.Ch. 493 ; πέδας χειροῖν καὶ ποδοῖν ib. 982 : in sg., of the poisoned robe of Nessus, S.Tr. 1057 ; π. Ἑλληνικαί, of the fortresses of Chalcis, Corinth, and Demetrias, Plb.18.11.5, etc.2 anklet, bangle, Ar.Fr.320.11, Philem.81, Luc.Lex.9.3 of fishing- nets, E.Fr.670.5.II mode of breaking in a horse by riding him in a figure-of-eight course (cf. ἱπποπέδη), X.Eq.3.5, 7.13 ; π. ἑτερομήκης, κυκλοτερής, ib.14. -
86 πελένα
A v. πέλω. [full] πελεσσύδραι· συστρέμματα ὑδάτων, Id. [full] πελήαρ· περιστεράς ([dialect] Lacon.), Id. [full] πεληϊάδεσσι, v. πελειάς. [full] πέληος· γέρων, Id. ( πολητός cod.) ; cf. πελλᾶς. -
87 πομπικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πομπικός
-
88 πωλικός
A of foals, fillies, or young horses, π. ἀπήνη a chariot drawn by young horses or (generally) by horses, S.OT 802; so π. ἄντυγες, ὄχημα, ζυγά, ὄχος, E.Rh. 567, 621, IA 619, 623, etc.; π. διώγματα pursuit in a chariot drawn by young horses, Id.Andr. 992; in races, π. τέθριππον, opp. τέλεον τέθριππον, IG5(2).549 (Arc., iv B.C.); ἵππων πωλικῷ ζεύγει ib.22.2311.52; συνωρὶς π. ib.42(1).101.46 (Epid., i A.D.), Supp.Epigr.1.380b (Samos, ii B.C.); ἅρμα π. IG42(1).101.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλικός
-
89 σόλιον
σόλιον, τό,A slipper, Lat. solea, POxy.741.8 (ii A.D.), PSI3.206.9 (iii A.D.);ζεῦγος σολίων Bull.Soc.Alex.6.280
; σ. παπύρινα POxy.1742.6 (iv A.D.).2 seat, stool, Lat. solium, Sammelb.1.10 (iii A.D.), POxy.1288.16 (iv A.D.);σ. σιδηροῦν PMasp. 6 ii 47
(vi A.D.). -
90 σύγκρατος
σύγκρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκρατος
-
91 τέθριππος
A with four horses yoked abreast,ἅρμα Pi.I.1.14
; ; ;τ. ἡλίου σέλας Id.El. 866
; τ. ἅμιλλαι chariot-races, Id.Hel. 386; of the charioteer,οἱ Λυδοὶ ἐπὶ Πέλοπος τέθριπποι.. ἦσαν [καὶ] ἤδη ἁρματῖται Philostr.Im.1.17
( καὶ secl. Schenkl).II τέθριππον (sc. ἅρμα), τό, four-horse chariot, Pi.O.2.50, Hdt.6.103, E.Alc. 428, Pl.Ly. 205c, etc.; τ. ἵππων a team of four abreast, Ar.Nu. 1407: pl., of a single chariot, Pi.P.1.59, E.HF 177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέθριππος
-
92 τρίδουλος
τρί-δουλος, ον,A thrice a slave, Ach. Tat.8.1; by descent,οὐδ' ἐὰν τρίτης.. μητρὸς φανῶ τ. S.OT 1063
; as slave of a slave's slave, Theopomp.Hist.244.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίδουλος
-
93 τριπάρθενος
τρι-πάρθενος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπάρθενος
-
94 τριπλόος
A triple, threefold, καλλίνικος ὁ τ., because this hymn of victory was thrice repeated, Pi.O.9.2; ἐν τ. ἁμαξιτοῖς, = ἐν τριόδῳ, S.OT 716; τ. ζεῦγος, of persons, E.Fr.773.61 (anap.);ὄνομα τ.
compounded of three,Arist.
Po. 1457a34;τριπλοῦν ἀποτινέτω PRev.Laws19.14
(iii B. C.);εἰσπράξαντα τριπλῆν τὴν πρᾶξιν PMich.Zen.71.7
(iii B. C.);χόριον τ. Sor.1.58
; [dialect] Att. neut. pl. (lyr.), Ch. 792 (lyr.), etc. Adv.- πλῶς Procl. in Prm. p.656S.
; gloss on τριχθά, Hdn.Epim. 134: but dat. fem. τριπλῇ is used as Adv. in Il.1.128, Luc.Pseudol.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπλόος
-
95 τρισσός
τρισσ-ός, ή, όν; [dialect] Att. [full] τριττός Pl.Lg. 782d, etc.; [dialect] Ion. [full] τριξός (q. v.): ([etym.] τρίς):—A threefold, Hes.Fr. 191, E.Fr.285.3, etc.; τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν (sed leg. τριῶν) ;πρᾶσις τ. γραφεῖσα POxy.1208.24
(iii A. D.):—Adv.- ῶς Thphr.
ap. D.H.Lys.14, LXXPr.22.20, al., AP 12.123.IV τρισσοί, = shields, misrendering of Hebr. šelātî through confusion with šālōš 'three', LXX4 Ki.11.10.V literal rendering of Hebr. šālīš 'measure containing third part (of unknown unit)', Aq.Is.40.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρισσός
-
96 φορέω
Aφορέῃσι Od.5.328
, 9.10; [dialect] Ep. inf. φορῆναι (as if from Φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224;φορήμεναι Il.15.310
: [tense] impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, [ per.] 3sg.ἐφόρει Il.4.137
; [dialect] Ion.φορέεσκον 2.770
, 13.372: [tense] fut.φορήσω Scol.9
(cf. Ar.Lys. 632), X.Vect.4.32; later : [tense] aor.ἐφόρησα IG42(1).121.95
(Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, [dialect] Ep.φόρησα Il.19.11
, ([etym.] δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later , f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—[voice] Med., [tense] fut.φορήσομαι Hsch.
; in pass. sense, Plu.2.398d: [tense] aor. ἐφορησάμην ([etym.] ἐξ-) Is.6.39:—[voice] Pass., [dialect] Aeol. [tense] pres.φορήμεθα Alc.18.4
: [tense] aor. ἐφορήθην ([etym.] ἐν-) Plu.2.703b: [tense] pf. ; [tense] plpf. :—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action,ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770
, cf. 10.323;τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390
; of a slave,ὕδωρ ἐφόρει 10.358
, cf. Il.6.457;μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10
;θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224
; of the wind, bear to and fro, bear along,ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499
, cf. 21.337, Od.5.328;σώματα.. κύμαθ' ἁλὸς.. φορέουσι 12.68
;τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171
; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC 1262;λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95
(Epid.. iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—[voice] Pass., v. infr.11.2 most commonly of clothes, armour, and the like , bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238
;μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137
;θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372
, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.;φ. ἐσθήματα S.El. 269
; ;ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq. 872
; , Pl.Tht. 197b; .3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245;φ. ὄνομα S.Fr. 658
; ;δόξαν Arch.Pap. 1.220
(ii B. C.);ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl. 1059
;γλῶτταν Pl.Com. 51
; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with gen. or adj. added,σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76
;ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12
, cf. 101;ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519
;γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr. 564
;ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel. 619
;λῆμα θούριον φ. Ar.Eq. 757
;ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11
;καλάμινα σκέλη φ. Pl.
Com.184;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208
;τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21
(troch.).4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298.5 of Time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.).II [voice] Pass., to be borne along,ἐν ῥοθίοις A.Th. 362
(lyr.);φορούμενος πρὸς οὖδας S.El. 752
; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715;ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp. 689
;πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29
, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed,νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4
, cf. Ar. Pax 144;ποσσὶ φ. Theoc.1.83
, cf. Bion 1.23: metaph.,δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin. 976a
.III [voice] Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El. 309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192. -
97 χρυσόκλυστος
χρῡσό-κλυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόκλυστος
-
98 ἀνακρούω
A push back a gate-pin,βάλανον Aen.Tact.18.6
; stop short, check,ἵππον χαλινῷ X.Eq. 11.3
; back horses,τὸ ζεῦγος Plu.Alc.2
:—[voice] Pass., Them. in Ph.130.25.2 ἀπὸ χερσοῦ νῆα.. ἀνακρούεσκον thrust her off from shore, A.R.4.1650; throw up,δίσκον Philostr.Her.2.5
.II in [voice] Med., ἀνακρούεσθαι πρύμνην put one's ship astern, by backing water, Ar.V. 399, cf. D.S.11.18; or ἀνακρούεσθαι alone, Th.7.38,40; [ἐπὶ] πρύμνην ἀ. Hdt.8.84
; but νῆας ἀ., simply row back, Tryph.523: metaph., τὸν λόγον πάλιν ἀ. put back and make a fresh start, Pl.Phlb. 13d;παῦε.. μικρὸν ἀνακρουόμενος Luc.Nigr.8
;ὥσπερ ἁρμονίαν ἐκλελυμένην ἀ. αὖθις ἐπὶ σώφρονα νόμον καὶ βίον Plu.Cleom.16
.2 in Music, strike up, Theoc.4.31: hence, begin a speech, Plb.4.22.11.III ἀνακρούειν χεροῖν, = ἀνακροτεῖν, Autocr.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακρούω
-
99 ἀπήνη
A four-wheeled wagon, drawn by mules,ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Il.24.324
, cf. Od.6.57 with 69,72,73,82; much the same as ἅμαξα, cf. Il.24.266 with 324, Od.6.72 with 73: of a racing-car, drawn by mules,ἡμιόνοις ξεστᾷ τ' ἀπήνᾳ Pi.P.4.94
, cf. O. 5.3, Arist.Fr. 568;ἦν γὰρ δὴ ἀπήνη.. ἡμιόνους ἀνθ' ἵππων ἔχουσα Paus. 5.9.2
.2 later, any car or chariot, A.Ag. 906, S.OT 753; ἀ. πωλική ib. 803; war-chariot, Str.4.5.2; cf. καπάνα.3 metaph., any conveyance,νατα ἀ.
ship,E.
Med. 1123;πλωταῖς ἀπήνῃσι Lyr.Adesp.117
( = Trag.Adesp.142); τετραβάμονος ὡς ὑπ' ἀπήνας, of the Trojan horse, E.Tr. 517 (lyr.).5 in pl., the alae nasi, Poll.2.80. -
100 ἀργυροχάλινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροχάλινος
См. также в других словарях:
ζεῦγος — yoke of beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek
ζεύγος — το ους, πληθ. ζεύγη, ζευγών, ζευγάρι: Ζεύγος υποδημάτων. – Ζεύγος δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεύγος δυνάμεων — Σύστημα από δύο δυνάμεις F και F’ που είναι ίσες και παράλληλες, αλλά έχουν αντίθετη φορά. Το ζ.δ. δεν μπορεί να αντικατασταθεί μόνο από μία δύναμη, γιατί η συνισταμένη του συστήματος έχει μέτρο μηδέν και το σημείο εφαρμογής της βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
Ζεύγος, Γιάννης — (Δόριζα, Μαντινεία 1897 – Θεσσαλονίκη 1947). Ψευδώνυμο του πολιτικού Ιωάννη Ταλαγάνη. Ήταν δάσκαλος, αλλά ασχολήθηκε με την πολιτική και φοίτησε στο Κομουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων Ανατολής της Μόσχας. Αναδείχθηκε μέλος της Κεντρικής… … Dictionary of Greek
ζεύγος βάσης — Ζευγάρι συνδεδεμένων βάσεων νουκλεοτιδίων, οι οποίες αλληλεπιδρούν μέσω δεσμών υδρογόνου και σχηματίζουν μια σειρά στη –σαν ανεμόσκαλα– δομή του DNA. Η ανάπτυξη δεσμών πραγματοποιείται μεταξύ των βάσεων αδενίνης θυμίνης και γουανίνης κυτοσίνης.… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρικό ζεύγος ή θερμοστοιχείο — Σύστημα δύο διαφορετικών μετάλλων που είναι συγκολλημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα κύκλωμα (το κάθε άκρο του ενός αγωγού κολλάει με το αντίστοιχο άκρο του άλλου). Στα κοινά άκρα του συστήματος εμφανίζεται μία… … Dictionary of Greek
ιερολαγόνιες αρθρώσεις — Ζεύγος σταθερών αρθρώσεων στο κάτω μέρος του σώματος, που βρίσκονται ανάμεσα σε κάθε πλευρά του ιερού και ενός λαγόνιου οστού. ιερολαγονίτιδα. Φλεγμονή των ι.α., που συνήθως προκαλείται από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συχνά εξελίσσεται σε… … Dictionary of Greek
Παξιμάδια — Ζεύγος νησιών του Λιβυκού πελάγους, στην είσοδο του κόλπου της Μεσσαράς της Κρήτης. Τα νησιά αυτά ήταν στην αρχαιότητα ένα, αλλά το κέντρο τους, που ήταν πολύ στενό, διαβρώθηκε από τη θάλασσα. Οι αρχαίοι Έλληνες τα αποκαλούσαν με το όνομα Λητώαι… … Dictionary of Greek
Σοφράνα — Ζεύγος μικρών νησιών στο νότιο Αιγαίο στο Καρπάθιο πέλαγος. Βρίσκονται σε απόσταση 45 μιλίων από το ακρωτήριο Κάβο Σίνεδρος της Κρήτης. Η βόρεια και μεγαλύτερη λέγεται Μεγάλο Σοφράνο και η νότια Μακρί ή Μικρό Σοφράνο. Ανάμεσά τους υπάρχει κι ένα… … Dictionary of Greek
Τουρλουρές — Ζεύγος μικρών νησιών στον κόλπο των Χανίων στην Κρήτη. Το μεγαλύτερο ονομάζεται και Θοδωρού από τον εκεί μικρό ναό των Αγίων Θεοδώρων. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Ακοίτιον και Κοίτη … Dictionary of Greek