-
1 πελλάς
-
2 πελλᾶς
-
3 πελλάς
-
4 πελλᾶς
-
5 πελλάς
-
6 Πέλλας
Πέλλᾱς, Πέλλαwooden bowl: fem acc plΠέλλᾱς, Πέλλαwooden bowl: fem gen sg (doric aeolic)Πέλλᾱς, Πέλλαςmasc nom sg -
7 πελλάς
πελλά̱ς, πελλόςdark-coloured: fem acc plπελλά̱ς, πελόςfem acc pl -
8 πέλλας
πέλλᾱς, πέλλαwooden bowl: fem acc plπέλλᾱς, πέλλαwooden bowl: fem gen sg (doric aeolic)πέλλᾱς, πέλλαwooden bowl: fem acc plπέλλᾱς, πέλλαwooden bowl: fem gen sg (doric aeolic)πέλλᾱς, πέλλοςdark-coloured: fem acc plπέλλᾱς, πέλλοςdark-coloured: fem gen sg (doric aeolic) -
9 πελλίς
-
10 βρομέω
βρομέω (βρόμος), = βρέμω, tönen, rauschen, brau-sen, summen, zischen, kurz von verschiedenen Arten des Geräusches; Hom. einmal, Iliad. 16, 642 ὡς ὅτε μυῖαι σταϑμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ; vom Feuer Ap. Rh. 4, 787; vom Sieden Nicand. bei Ath. III, 126 c; vom Winde Nic. Al. 609; ἶσα Διῒ βρομέει Rhian. Stob. fl. 4, 34 (v. 13).
-
11 πελλα
-
12 Πέλλα
Πέλλᾱ, Πέλλαwooden bowl: fem nom /voc /acc dualΠέλλαwooden bowl: fem nom /voc sgΠέλλαςmasc voc sg (epic) -
13 Πέλλαν
Πέλλαwooden bowl: fem acc sgΠέλλαςmasc voc sg -
14 πελένα
A v. πέλω. [full] πελεσσύδραι· συστρέμματα ὑδάτων, Id. [full] πελήαρ· περιστεράς ([dialect] Lacon.), Id. [full] πεληϊάδεσσι, v. πελειάς. [full] πέληος· γέρων, Id. ( πολητός cod.) ; cf. πελλᾶς. -
15 προσαμέλγομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαμέλγομαι
См. также в других словарях:
πελλάς — ᾱ και, κατά τον Ησύχ., πέλλας, ὁ, Α γέροντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελλός + κατάλ. ας. Η προσωνυμία δόθηκε στους γέροντες λόγω τού χρώματος τών μαλλιών τους] … Dictionary of Greek
Πέλλας — Πέλλᾱς , Πέλλα wooden bowl fem acc pl Πέλλᾱς , Πέλλα wooden bowl fem gen sg (doric aeolic) Πέλλᾱς , Πέλλας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
πελλᾶς — πελλός dark coloured fem gen sg (doric aeolic) πελός fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελλάς — πελλά̱ς , πελλός dark coloured fem acc pl πελλά̱ς , πελός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλας — πέλλᾱς , πέλλα wooden bowl fem acc pl πέλλᾱς , πέλλα wooden bowl fem gen sg (doric aeolic) πέλλᾱς , πέλλα wooden bowl fem acc pl πέλλᾱς , πέλλα wooden bowl fem gen sg (doric aeolic) πέλλᾱς , πέλλος dark coloured fem acc pl πέλλᾱς , πέλλος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πέλλας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Πέλλας (Εθνική οδός Θεσσαλονίκης Έδεσσας) και στεγάζει σε τρεις αίθουσες τα σημαντικότερα ευρήματα της πόλης, που από τον 5ο αι. π.Χ. ήταν… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σπηλαιολογικό Πέλλας — Το μοναδικό, μέχρι στιγμής, σπηλαιολογικό μουσείο στην Ελλάδα, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, λειτουργεί από το 1991 στο χωριό Λουτρά Λουτρακίου στο νομό Πέλλας. Ιδρύθηκε από τον σπηλαιολόγο Κώστα Ατακτίδη για να στεγάσει τα… … Dictionary of Greek
Έδεσσας, Πέλλας και Αλμωπίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα της την Έδεσσα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 139 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 160 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες Έδεσσας … Dictionary of Greek
Pella — Pour les articles homonymes, voir Pella (homonymie). 40°45′36″N 22°31′09″E / … Wikipédia en Français
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español