Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τριττός

См. также в других словарях:

  • τριττός — ή, όν, Α βλ. τρισσός …   Dictionary of Greek

  • τριττός — τρισσός , τρισσός threefold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισσός — ή, όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α τριπλός μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά κώδικες με τρεις στήλες αρχ. 1. τρίτος 2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί ασπίδες 4. (στον… …   Dictionary of Greek

  • τριττύς — και τριτύς και δ. γρφ. τρικτύς, ύος, η, ΜΑ, και αιολ. τ. τριπτύς Α 1. ο αριθμός τρία 2. η τριάδα αρχ. 1. τριπλή θυσία, θυσία τριών ζώων 2. το ένα τρίτο κάθε φυλής τού αθηναϊκού κράτους, που υπηρετούσε την πολιτική και στρατιωτική οργάνωση τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»