Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τοὐναντίον

См. также в других словарях:

  • τουναντίον — τοὐναντίον ΝΑ νεοελλ. επίρρ. αντιθέτως, απεναντίας («εγώ δεν τόν πρόσβαλα, τουναντίον, τού μίλησα με τη μεγαλύτερη ευγένεια») αρχ. (κράση αντί τὸ ἐναντίον) το αντίθετο, το τελείως διαφορετικό («τοὐναντίον τοῑς ἄλλοις πέπονθε», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • τοὐναντίον — ἐναντίον , ἐναντίον indeclform (adverb) ἐναντίον , ἐναντίος opposite masc acc sg ἐναντίον , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναντίον — και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν]) επίρρ. 1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.) 2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι 3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμπαλιν — ἔμπαλιν (AM) (Α και ἔμπαλι) 1. αντίθετα, τουναντίον 2. εναντίον κάποιου, αντίθετα σε κάτι («ἔμπαλιν γνώμας», Πίνδ.) αρχ. 1. (συχνά με άρθρ., τὸ ἔμπαλιν και τοὔμπαλιν) προς τα πίσω («πρόσωπον ἔμπαλιν στρέφοντα», Ευρ.) 2. αντίστροφα 3. πάλι… …   Dictionary of Greek

  • αειρείτη — ἀειρείτη, η (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. ἀρετή «Εἰ δ ἐπὶ τούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἄν εἴη, σημαῑνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • απεναντίας — (AM ἀπεναντίας) επίρρ. 1. αντιθέτως, τουναντίον 2. απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (επιρρ. φρ.) απ εναντίας] …   Dictionary of Greek

  • αυ — αὖ επίρρ. (Α) 1. εκ νέου, πάλι 2. επιπλέον, ακόμη, επίσης 3. αφετέρου, εξάλλου 4. αντιθέτως, τουναντίον 5. αλλά 6. προς τα πίσω, πίσω 7. ως επιφώνημα ή ερώτηση που εκφράζει αδημονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίρρ. αυ συνδέεται με τα λατ. aut, autem «δε …   Dictionary of Greek

  • ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …   Dictionary of Greek

  • επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»