-
1 λήϊον
λήϊον, τό, die Saat u. die auf dem Felde stehenden Feldfrüchte, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ ζέφυρος βαϑὺ λήϊον ἐλϑών, Il. 2, 147 u. öfter; Hes. Sc. 288; ἅφϑη τὸ λήϊον ἀνέμῳ βιώμενον, Her. 1, 19; λήϊον τοῠ σίτου vrbdt Arist. H. A. 9, 6. – Bei sp. D. Saatfeld, dor. λαῖον, Theocr. 10, 21. 42.
-
2 ὅτε
ὅτε, als, da, relatives Correlativum zu πότε, dem Demonstrativum τότε entsprechend; ὅτε δή – τότε δή, Il. 10, 365; ἀλλ' ὅτε δὴ ἀνίαζον –, δὴ τότε μιν προςέειπε, 23, 721; so καὶ τότε δή, 22, 209; καὶ τότ' ἄρα, 24, 32; für τότε steht auch ἔνϑα, ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκίχανε –, ἔνϑ' ἐπορεξάμενος – οὔτασε, 5, 334, wie 2, 303; Od. 1, 16. 18; auch ἔπειτα, Il. 3, 221. 422; ἤτοι, 9, 553; αὐτίκα, 4, 210; ἤματι τῷ, 2, 743. 5, 210. 6, 345; mit einfachem δέ, 5, 438; am häufigsten fehlt das Demonstrativum ganz. – Es wird verbunden – 1) c. ind.; auf die vergangene Zeit gehend, eine wirkliche Thatsache, etwas wirklich Vergangenes bezeichnend, ὅτ' ἔφησϑα, Il. 1, 397; ὅτε δὴ ἵκοντο, 432; ὅτε Φῆρας ἐτίσατο, 2, 743; ἥδε δέ μοι νῦν ἠὼς ἑνδεκάτη ὅτ' εἰς Ἴλιον εἰλήλουϑα, als, seit ich gekommen bin, 21, 156; ὅτε μιν κρατερὸς παῖς ὀϊστῷ βεβλήκει, 5, 394; ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο, Pind. Ol. 1, 20, öfter; ἀνωλόλυξα μὲν πάλαι, ὅτ' ἦλϑε, Aesch. Ag. 574, u. öfter so c. aor. ind.; Soph. οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤϑελον, παρίεσαν, O. C. 597; ὅτε ἐχώρει, παρεδίδοσαν Phil. 395; u. in Prosa überall, ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησεν, Plat. Prot. 310 e; σχεδὸν δ' ὅτε ταῦτα ἦν καὶ ἥλιος ἐδύετο, Xen. An. 1, 10, 15; Folgde; – auch c. ind. praes., dann wann, einen einzelnen Fall der Gegenwart bezeichnend, oder rein beschreibend, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει (vgl. τε), Il. 2, 471; τὸ δ' ἐμὸν κῆρ ἄχνυται, ὅϑ' ὑπὲρ σέϑεν αἴσχε' ἀκούω, 6, 523, vgl. 23, 599. 24, 363; Hes. O. 526 Sc. 397; νῦν γὰρ οἰμῶξαι πάρα ὅϑ' ὧδ' ἔχων πρὸς τήνδ' ὑβρίζει μητρός, Soph. El. 779, vgl. Ai. 696, öfter, d. i. jetzt – da. Auch ὅτ' οὖν παραινοῠσ' οὐδὲν ἐς πλέον ποιῶ, πρὸς σὲ ἱκέτις ἀφῖγμαι, da ich Nichts ausrichte, bin ich zu dir gekommen, O. R. 918, vgl. El. 1310. 1321; – c. indic. fut., ὅτε μ' ἐφήσεις, Il. 1, 518 (s. ὅταν); auch wie da, sintemal, einen Grund angebend, νῦν δ' ὅτε δὴ καὶ ϑυμὸν ἑταίρου χώεται αἰνῶς, δείδω, 20, 29, vgl. 16, 433 Od. 12, 22; so auch ὅτε γε, Her. 5, 92, 1; ὅτ' οὖν τοιαύτην ἧμιν ἐξήκεις ὁδόν, ἄρχ' αὐτός, Soph. El. 1310; τί δῆτα δεῖ σκοπεῖν, ὅϑ' οἵδε μὲν τεϑνᾶσι, Phil. 427, öfter; ὅτε τοίνυν τοῦϑ' οὕτως ἔχει, προςήκει προϑύμως ἐϑέλειν, Dem. 1, 1; ὅτε γε μηδ' ὑμᾶς δύναμαι πείϑειν, Plat. Phaed. 84 e, vgl. Soph. 254 b; Sp., wie Pol. 3, 29, 6; – ἔστιν ὅτε, es ist wann, bisweilen, Pind. Ol. 10, 1 Soph. Ai. 56; ἔστιν ὅτε Her. 2, 120 (vgl. εἰμί) l. d. – 2) c. optat., eine wiederholte Handlung in der Vergangenheit ausdrückend, jedesmal wenn, so oft als, ἔνϑα πάρος κοιμᾶϑ', ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι, wo er früher zu schlafen pflegte, so oft ihn der Schlaf ankam, Il. 1, 610; σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεὶ ἕστηχ' ὥςπερ ἐμοί, πιέειν, ὅτε ϑυμὸς ἀνώγοι, 4, 262, vgl. 17, 732. 18, 566. 19, 132. 20, 226. 22, 502; auch ὅτε δή, 3, 216. 17, 732, ἄλλως τε πάντως χὥτε δεόμενος τύχοι, Aesch. Eum. 696; u. in indirecter Rede, dem τότε entsprechend, Soph. O. C. 783; ὅτε ζέσειε, Plat. Tim. 70 b; ϑαμινὰ παρήγγειλεν ὁ Ξενοφῶν ὑπομένειν, ὅτε οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπικέοιντο, Xen. An. 4, 1, 16. – Auch wenn im Hauptsatze der optat. steht, αἲ γάρ μιν ϑανάτοιο ὧδε δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι, ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, wenn ihn vielleicht das Todesgeschick trifft, Il. 18, 464, vgl. 3, 55. 21, 429 Od. 9, 31. 9, 333; Theocr. 7, 108; – ὅτε μή, wie εἰ μή, außer wenn, wenn nicht, οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆσσον ἱκοίμην οὐδὲ κατευνήσαιμ', ὅτε μὴ αὐτός γε κελεύοι, Il. 14, 247, vgl. 13, 319 Od. 16, 197; auch ohne besonderes Verbum, οὔ τέ τεῳ σπένδεσκε ϑεῶν, ὅτε μὴ Διῒ πατρί, außer dem Vater Zeus, Il. 16, 227. – Hom. setzt übrigens zu dem optat. noch κέν hinzu, οὕτω καὶ τῶν πρόσϑεν ἐπευϑόμεϑα κλέα ἀνδρῶν, ὅτε κέν τιν' ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι, Il. 9, 524, vgl. ὅταν. – 3) bei Hom. auch cum conj. statt ὅταν, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς, ὅτε μιν ϑάπτωσιν Ἀχαιοί, Il. 21, 523, vgl. 16, 245. 12, 55 Od. 10, 486, öfter; bes. in Gleichnissen, ὡς δ' ὅτε, wie wenn einmal, ὡς δ' ὅτε τις στατὸς ἵππος δεσμὸν ἀποῤῥήξας ϑείῃ, Il. 6, 506, vgl. 14, 414. 15, 263. 22, 162; doch steht auch der indicat. in dieser Vrbdg, τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροός, ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργει μυῖαν, 4, 130; ῥεῖα μάλ' ὡς ὅτε τις τροχὸν κεραμεὺς πειρήσεται, 18, 600, kann als conj. aor. mit kurzem Modusvocal erscheinen, man vgl. aber ὡς δ' ὅτε κινήσει Ζέφυρος βαϑὺ λήϊον, Il. 2, 147 u. 395, wo Spitzner u. Bekker nach den mss. κινήσῃ lesen; ὅτε κεν c. indic. fut., ξυμβλήσεαι, steht Il. 20, 335. Zuweilen ist zu ὡς ὅτε das Verbum aus dem Hauptsatze zu ergänzen, 'Ἀργεῖοι δὲ μέγ' ἴαχον, ὡς ὅτε κῦμα, Il. 2, 394. 18, 219; aber 4, 319, ἐϑέλοιμι καὶ αὐτὸς ἃς ἔμεν ὡς ὅτε δῖον Ἐρευϑαλίωνα κατέκταν, ist zu ὡς ein eigenes Verbum ἦν zu ergänzen, »wie ich damals war«, so daß ὅτε eine einfache Zeitbestimmung enthält; vgl. noch ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν οἷον ὅ τε πρῶτόν περ ἐμισγέσϑην φιλότητι, Il. 14, 295; εἰςόκε ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσι λάβητε, οἷον (sc. ἐλάβετε) ὅτε πρώτιστον ἐλείπετε πατρίδα γαῖαν, Od. 10, 462. – 4) Hom. vrbdt ὅτε auch mit μέμνημαι, wie Il. 15, 18, ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε τ' ἐκρέμω ὑψόϑεν, erinnerst du dich nicht an die Zeit, als du hingst, wo wir einfacher zu sagen pflegen »daß du hingst«; vgl. 20, 188. 21, 396; eben so ἄκουσα εὐχομένης, ὅτ' ἔφησϑα, ich hörte dich rühmen, als du sagtest, 1, 397; nach λαϑεῖν, 17, 627; nach μέμνημαι auch Ar. Av. 1054 Vesp. 354; u. in Prosa, Ἀϑηναῖοι μεμνημένοι καὶ Πλειστοάνακτα ὅτε εἰςβαλὼν ἀπεχώρησε πάλιν, Thuc. 2, 21; μέμνημαι καὶ τοῦτο ὅτε σοῦ λέγοντος συνεδόκει καὶ ἐμοί, Xen. Cyr. 1, 6, 8; vgl. Plat. Men. 79 d; u. vollständig Lys. 18, 76: ἐκείνου τοῦ χρόνου μνησϑέντας ὅτ' ἐνομίζετε, wo man ungenau sagt, daß es für ὅτι steht; τοὐναντίον ἀκούομεν ἐν ἄλλοις ὅτε οὐδὲ βοὸς ἐτολμῶμεν γεύεσϑαι, Plat. Legg. VI, 782 c, vgl. Alc. II, 141 d. Auch mit οἶδα vrbdt es Eur. Hec. 112, οἶσϑ' ὅτε χρυσέοις ἐφάνη ξὺν ὅπλοις, wie Hom. sagt ᾔδεα μὲν γάρ, ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμυνεν, Il. 14, 71. Daraus erklärt sich denn, wie Xen. Hell. 6, 5, 46 sagt τῶν ὑμετέρων προγόνων καλὸν λέγεται, ὅτε τοὺς Ἀργείων τελευτήσαντας οὐκ εἴασαν ἀτάφους γενέσϑαι, es wird eine schöne That erzählt aus der Zeit, als sie, für »daß sie«; – ὅτ' ἄν, = ὅταν (s. oben), u. eben so ὅτε κεν, – ὅτε δή, und ὅτε δή ῥα, oft bei Hom., alsnun, als nun also, gewöhnlich mit dem indic., auch ὅτε κεν δή, Il. 8, 180; – ὅτε τε, wie ὅςτε u. ä. (s. τέ), das Relativum mit dem vorhergehenden Satze enger verbindend, oft bei Hom. u. Hes., auch ὅτε πέρ τε, wie Il. 4, 259, ἐν δαίϑ' ὅτε πέρ τε γερούσιον αἴϑοπα οἶνον κέρωνται, wenn ja auch, vgl. 10, 7, öfter; ὅτε περ allein, 5, 802. 14, 319. 323 u. öfter; Hes. Th. 291. – Auch πρίν γ' ὅτε wird verbunden, bevor, eher als, Od. 13, 322, u. πρίν γ' ὅτε δή, Il. 9, 488. 12, 437 Od. 23, 43, u. πρίν γ' ὅτ' ἄν, c. conj. aor., Od. 2, 374. 4, 477, wie auch εἰς ὅτε κεν, für die Zeit, wenn etwa, c. conj. aor., 2, 99. 19, 144. Vgl. εἰςόκε. Durch den Accent unterscheidet man hiervon
-
3 ἐπι-τρέχω
ἐπι-τρέχω (s. τρέχω), aor. ἐπέδραμον, selten ἐπέϑρεξα, Il. 13, 409, perf. ἐπιδεδράμηκα, p. ἐπιδέδρομα (s. unten), 1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hülfe, als zum Angriff, Il. 4, 524. 18, 527 u. öfter; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Her. 3, 135, hastig zugreifend, begierig; ἐπιδραμὼν οὕτως εὐϑύς Plat. Legg. VII, 799 c; vgl. Dem. 27, 56. 29. 48, hastig Etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφϑειραν, auf welche sie stießen, Thuc. 4, 32; ἐπὶ τὰ ἔξω 104. – Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern, Her. 8, 23. 32; Pol. u. a. Sp. Auch = ergreifen, befallen, ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήϑη Ap. Rh. 1, 645. So kann man auch Soph. Ant. 585 erkl., ὅταν Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς, Schol. ἀντὶ τοῦ ἐκ βάϑους κινήσῃ τὴν ϑάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt. – Bei Homer unterschied Aristarch ἐπιτρέχειν und διώκειν, wo von Verfolgung die Rede ist; διώκειν heiße Jemanden verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν dagegen Jemanden, der nicht weiß, daß er verfolgt werde, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 10, 354. 359, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127. – 2) nachlaufen, nachrollen, ἅρματα ἵπποις ἐπέτρεχον Il. 23, 504. – 3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος Il. 13, 409, sich darüber hin verbreiten, λευκὴ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od. 6, 45; Arat. 80; κακὴ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς Od. 20, 357; auch c. dat., λεπτὸν ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος Ap. Rh. 2, 670; εἴ τί οἱ ἔρευϑος ἐπιτρέχει Arat. 834; auch = überlaufen, τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr. 3, 12; τοῖς χείλεσι τοὺς καλάμους Long. 1, 24; τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath. IV, 139 e; Sp. = sich an einem Gegenstande zeigen, ἰταμοῦ ἤϑους σημεῖα τοῖς εἴδεσι τῶν γυναικῶν ἐπιτρέχει Plut.; körperlich, μείοσι μὲν λυγκῶν ἐπιδέδρομε ῥινὸς ἐρευϑής, μείζοσι δὲ κροκόεν τε ϑεείῳ τ' εἴκελον ἄνϑος Opp. Cyn. 3, 94; τῷ δὴ μήλων ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp. Ath. I, 29 e; von der Rede, ἐπιτρέχουσα τῇ λέξει ἀῤῥυϑμία ib. V, 189 c; – τοῖς ϑήλεσι, sich begatten, Plut. sol. an. 9. – In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln, ἐπιδεδράμηται Xen. Oec. 15, 1; μικρὰ ἐπιδραμοῦμαι περὶ αὐτῶν Dem. 17, 19, περί τινος, wie Isocr.; Sp. auch λόγῳ τι, Luc.
-
4 ἐπιτρέχω
ἐπι-τρέχω, (1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hilfe, als zum Angriff; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο, hastig zugreifend, begierig; hastig etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφϑειραν, auf welche sie stießen. Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern. Auch = ergreifen, befallen; ἀντὶ τοῦ ἐκ βάϑους κινήσῃ τὴν ϑάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt; διώκειν, j-n verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν, j-n, der nicht weiß, daß er verfolgt werde. (2) nachlaufen, nachrollen. (3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος, sich darüber hin verbreiten; auch = überlaufen; sich an einem Gegenstande zeigen; körperlich; von der Rede; τοῖς ϑήλεσι, sich begatten. In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln
См. также в других словарях:
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
κίνηση — η 1. η μεταβολή θέσης, κίνημα, σάλεμα: Έκανε μια αντανακλαστική κίνηση. 2. ο τρόπος κατά τον οποίο κινείται κάτι: Η χορεύτρια έκανε χαριτωμένες κινήσεις. 3. κυκλοφορία τροχοφόρων, πεζών κ.ά.: Υπάρχει μεγάλη κίνηση στο δρόμο αυτό. 4. δράση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνηση Χάιμλιχ — (Heimlich). Επείγουσα διαδικασία για να εκβληθεί ένα ξένο σώμα το οποίο φράσσει την αναπνευστική οδό ενός ατόμου και να αποκατασταθεί η αναπνοή. Η κίνηση προκαλεί τεχνητό βήχα, με την οποία ο παθών μπορεί να αποβάλει το αντικείμενο που φράσσει… … Dictionary of Greek
κινήση — κῑνήση , κίνησις motion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινήσῃ — κῑνήσηι , κίνησις motion fem dat sg (epic) κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj mid 2nd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj act 3rd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονική κίνηση — Κίνηση ενός υποκειμένου σε ελαστική δύναμη σημείου γύρω από το σημείο ισορροπίας του. Η α.κ. μπορεί να οριστεί ακόμα και ως κίνηση που εκτελεί στη διάμετρο ενός κύκλου η προβολή ενός σημείου, το οποίο κινείται ομαλά στην περιφέρειά του. Πρόκειται … Dictionary of Greek
Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 … Dictionary of Greek
οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… … Dictionary of Greek
οικουμενισμός — Κίνηση στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών που τείνει προς μια κοινή συνεννόηση στο πεδίο της πίστης, της διδασκαλίας και της δογματικής. Η κίνηση αυτή προήλθε από τους προτεστάντες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια διεθνής οργάνωση στις… … Dictionary of Greek
κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… … Dictionary of Greek
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek