Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κινήσῃ

См. также в других словарях:

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — η 1. η μεταβολή θέσης, κίνημα, σάλεμα: Έκανε μια αντανακλαστική κίνηση. 2. ο τρόπος κατά τον οποίο κινείται κάτι: Η χορεύτρια έκανε χαριτωμένες κινήσεις. 3. κυκλοφορία τροχοφόρων, πεζών κ.ά.: Υπάρχει μεγάλη κίνηση στο δρόμο αυτό. 4. δράση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνηση Χάιμλιχ — (Heimlich). Επείγουσα διαδικασία για να εκβληθεί ένα ξένο σώμα το οποίο φράσσει την αναπνευστική οδό ενός ατόμου και να αποκατασταθεί η αναπνοή. Η κίνηση προκαλεί τεχνητό βήχα, με την οποία ο παθών μπορεί να αποβάλει το αντικείμενο που φράσσει… …   Dictionary of Greek

  • κινήση — κῑνήση , κίνησις motion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινήσῃ — κῑνήσηι , κίνησις motion fem dat sg (epic) κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj mid 2nd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj act 3rd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμονική κίνηση — Κίνηση ενός υποκειμένου σε ελαστική δύναμη σημείου γύρω από το σημείο ισορροπίας του. Η α.κ. μπορεί να οριστεί ακόμα και ως κίνηση που εκτελεί στη διάμετρο ενός κύκλου η προβολή ενός σημείου, το οποίο κινείται ομαλά στην περιφέρειά του. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • οικουμενισμός — Κίνηση στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών που τείνει προς μια κοινή συνεννόηση στο πεδίο της πίστης, της διδασκαλίας και της δογματικής. Η κίνηση αυτή προήλθε από τους προτεστάντες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια διεθνής οργάνωση στις… …   Dictionary of Greek

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»