Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διαπαντός

См. также в других словарях:

  • διαπαντός — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαντός — επίρρ. χρον., για πάντα: Έφυγε από το σπίτι διαπαντός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπαντός — (AM διὰ παντός) (χρον. επίρρ.) για πάντα, παντοτινά …   Dictionary of Greek

  • повьсегда — (10) нар. Всегда, постоянно: развѣ же сего повелѣваѥмъ повьсьгда да˫ати хлѣбъ нищимъ. УСт к. XII, 200 об.; достои||ть же игѹменѹ повьсьгда. осмь братии. на пьрвѹю трѧпезѹ призывати. Там же, 205–205 об.; а проскѹры повьсьгда да мѣшены бѹдѹть ѿ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άπαξ — (AM ἅπαξ) επίρρ. μία φορά, μία μόνο φορά νεοελλ. 1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον 2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά «εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση 1. αρχ. 1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • ԶՕՐՀԱՆԱՊԱԶ — ( ) NBH 1 0757 Chronological Sequence: Early classical, 10c մ. διαπαντός, καθ’ ἐκάστην ἠμέραν per omne tempus, quotidie, semper Յամենայն օր. զամենայն աւուրս. միշտ. հանապազ. ամմէն օր. ... *Առնէին խրախութիւն զօրհանապազ. Յոբ. ՟Ա. 4: *Առաջի իմ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՆԱՊԱԶ — ( ) NBH 2 0035 Chronological Sequence: Early classical մ. (որպէս լծ. հյ. Համայաւէժ. կամ յն. սի՛մբաս. պ. հէրպար ). διαπαντός , καθ’ ἐκάστην ἠμέραν semper, per omne tempus, quotidie, assiduo. Ի համայն նուագս. յամենայն նուագի. միշտ. յամենայն ժամ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՆԱՊԱԶԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0035 Chronological Sequence: Early classical ա. ὀ, ἠ, το διαπαντός sempiternus. Հանապազորդեան. անընդհատ. յաւէժական. *(Յեկեղեցիս) միութիւն ըղձամ մարմնոյ եւ հոգւոյն յիսուսի քրիստոսի՝ հանապազականի մերոյ կենացն. Ածազգ. ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՆԱՊԱԶՈՐԴ — ( ) NBH 2 0035 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 11c, 12c մ. Տ. ՀԱՆԱՊԱԶ. διαπαντός semper, quotidie. *Հանապազորդ դիցես ʼի վերայ սեղանոյ, կամ բացցին դրունք, կամ մատուցանէին զողջակէզս, կամ գրել. Ել. ՟Ի՟Ե. 3: Ես. կ ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»