-
1 τειχισμα
-
2 τείχισμα
το крепостное сооружение, крепостная стена -
3 τείχισμα
[тихизма] ουσ. о. каменная стена,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τείχισμα
-
4 τείχισμα
[тихизма] ουσ ο каменная стена. -
5 αντιτειχισμα
-
6 αποτειχισμα
-
7 διαθρυπτω
(pass.: aor. διετρύφην - поздн. διεθρύφθην)1) разбивать, сокрушать(τριχθά τε καὴ τετραχθὰ διατρυφὲν ξίφος Hom.; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Xen.; κρατήσας καὴ διαθρύψας τὸ τείχισμα Plut.; τὸ κρανίον τινός Luc.)
2) расслаблять, изнеживать3) развращать, портить(τινά Plat.; διαθρυπτόμενοι πλούτω Aesch. и διὰ τὸν πλοῦτον Xen.)
διατεθρύφθαι τῷ βίῳ Plut. — предаться распутной жизни;διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις Plut. — развращенный льстивыми нашептываниями4) med. кокетничать, рисоваться, жеманничать Theocr. -
8 διατειχισμα
- ατος τό1) обнесенная (защищенная) стеной часть города, цитадель Thuc.2) разгораживающая стена Polyb., Plut.3) перен. средостение, перегородка, преграда(ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ δ. Luc.)
-
9 επιτειχισμα
- ατος τό1) укрепление, крепость, твердыня, оплотἐ. τινι, πρός τι и ἐπί τι Dem. — оплот против кого(чего)-л.;
κατασκευάζειν τέν Εὔβοιαν ἐ. τινι Dem. — делать Эвбею оплотом против кого-л2) перен. оплот, защитаἐ. τῶν νόμων Arst. — оплот законности
-
10 παρατειχισμα
-
11 περιτειχισμα
-
12 προτειχισμα
-
13 υποτειχισμα
См. также в других словарях:
τείχισμα — wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχισμα — το, ΝΜΑ [τειχίζω] τείχος, οχύρωμα … Dictionary of Greek
τείχισμα — το, ατος οχύρωμα με τείχος, τείχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τειχισμάτων — τείχισμα wall neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσμασι — τείχισμα wall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσμασιν — τείχισμα wall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσματα — τείχισμα wall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσματι — τείχισμα wall neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσματος — τείχισμα wall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχισμάτιον — τὸ, Μ [τείχισμα, ατος] μικρό τείχισμα … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek