-
1 παρατειχισμα
См. также в других словарях:
παρατείχισμα — cross wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατείχισμα — τὸ, Α [παρατειχίζω] τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῡτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.) … Dictionary of Greek
παρατειχίσματος — παρατείχισμα cross wall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)