-
1 προτειχισμα
-
2 προτείχισμα
το воен, вал, стена -
3 δεκαπλεθρος
-
4 δυνατος
3, Pind. 21) сильный, крепкий, мощный, могучий(χερσὴ καὴ ψυχᾷ Pind.; καὴ τοῖς σώμασι καὴ ταῖς ψυχαῖς Xen.)
2) могущественный, влиятельный(ἄνδρες Xen.; πολιτεία Arst.)
δ. χρήμασι Thuc., Plat. — богатый, состоятельный;3) умеющий, умелый, искусный, способный(ποιεῖν τι Thuc. и κατά τι Plat.)
4) годный, пригодный, удобный(ὁδὸς δυνατέ πορεύεσθαι Xen.; ἥ δυνατέ οἰκεῖσθαι χώρα Arst.)
5) хороший, исправный(ναῦς Thuc.; ἵππος Xen.; προτείχισμα Polyb.)
6) возможный(περὴ δυνατοῦ καὴ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. δυνατόν
-
5 επικαιρος
21) удобный, выгодный(χωρίον Thuc.; τόπος Arst., Dem.)
2) важный, существенный(νίκη Thuc.; φυλακαί Xen.; προτείχισμα Plut.)
τὰ ἐπίκαιρα καὴ συμφέροντα Soph. — важные и полезные мероприятия3) (тж. ἐ. τοῦ ζῆν Arst.) жизненно важный(ἥπατος φύσις Arst.)
τὸ ἐπικαιρότατον Xen. — наиболее важный (для жизни) участок тела4) опытный, сведущий(ἰατήρ Pind.)
См. также в других словарях:
προτείχισμα — advanced fortification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτείχισμα — το, ΝΑ [προτειχίζω] οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος νεοελλ. ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος τού φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό τής νήσου τού εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα … Dictionary of Greek
προτείχισμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του προτειχίζω. 2. τείχος που χτίζεται μπροστά από άλλο χτίσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτειχισμάτων — προτείχισμα advanced fortification neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσμασι — προτείχισμα advanced fortification neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσμασιν — προτείχισμα advanced fortification neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσματα — προτείχισμα advanced fortification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσματι — προτείχισμα advanced fortification neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσματος — προτείχισμα advanced fortification neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
ограждение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. χαράκωμα) ограда; (προτείχισμα) – передняя стена,… … Словарь церковнославянского языка