-
1 υποτειχισμα
См. также в других словарях:
ὑποτείχισμα — cross wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτείχισμα — ίσματος, τὸ, Α [ὑποτειχίζω] το εγκάρσιο τείχος … Dictionary of Greek
ὑποτειχίσματος — ὑποτείχισμα cross wall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)