Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀντιτείχισμα

См. также в других словарях:

  • αντιτείχισμα — ἀντιτείχισμα, το (Α) οχυρωματικό τείχισμα που κατασκευάστηκε εναντίον άλλου τειχίσματος …   Dictionary of Greek

  • ἀντιτείχισμα — counter fortification neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιτείχισμα — το τείχισμα που στηρίζεται σε άλλο για να το στηρίξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιτειχίσματα — ἀντιτείχισμα counter fortification neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»