-
1 αντιτειχισμα
См. также в других словарях:
αντιτείχισμα — ἀντιτείχισμα, το (Α) οχυρωματικό τείχισμα που κατασκευάστηκε εναντίον άλλου τειχίσματος … Dictionary of Greek
ἀντιτείχισμα — counter fortification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιτείχισμα — το τείχισμα που στηρίζεται σε άλλο για να το στηρίξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιτειχίσματα — ἀντιτείχισμα counter fortification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)