-
1 διατειχισμα
- ατος τό1) обнесенная (защищенная) стеной часть города, цитадель Thuc.2) разгораживающая стена Polyb., Plut.3) перен. средостение, перегородка, преграда(ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ δ. Luc.)
-
2 διαθρυπτω
(pass.: aor. διετρύφην - поздн. διεθρύφθην)1) разбивать, сокрушать(τριχθά τε καὴ τετραχθὰ διατρυφὲν ξίφος Hom.; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Xen.; κρατήσας καὴ διαθρύψας τὸ τείχισμα Plut.; τὸ κρανίον τινός Luc.)
2) расслаблять, изнеживать3) развращать, портить(τινά Plat.; διαθρυπτόμενοι πλούτω Aesch. и διὰ τὸν πλοῦτον Xen.)
διατεθρύφθαι τῷ βίῳ Plut. — предаться распутной жизни;διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις Plut. — развращенный льстивыми нашептываниями4) med. кокетничать, рисоваться, жеманничать Theocr.
См. также в других словарях:
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek