-
1 τείχισμα
[тихизма] ουσ. о. каменная стена,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τείχισμα
См. также в других словарях:
τείχισμα — wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχισμα — το, ΝΜΑ [τειχίζω] τείχος, οχύρωμα … Dictionary of Greek
τείχισμα — το, ατος οχύρωμα με τείχος, τείχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τειχισμάτων — τείχισμα wall neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσμασι — τείχισμα wall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσμασιν — τείχισμα wall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσματα — τείχισμα wall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσματι — τείχισμα wall neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσματος — τείχισμα wall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχισμάτιον — τὸ, Μ [τείχισμα, ατος] μικρό τείχισμα … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek