Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπεργαστική

См. также в других словарях:

  • ἀπεργαστική — ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απεργαστικός — ἀπεργαστικός, όν (Α) 1. ο κατάλληλος να δημιουργεί, δημιουργικός, αποτελεσματικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀπεργαστική (ενν. τέχνη), η τέχνη της δημιουργίας, της κατασκευής κάποιου πράγματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»