-
1 αλεξητειρα
См. также в других словарях:
ἀλεξήτειρα — one who keeps off fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξήτειραν — ἀλεξήτειρα one who keeps off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek