-
1 δίκη
A custom, usage, αὕτη δ. ἐστὶ βροτῶν this is the way of mortals, Od.11.218;ἡ γὰρ δ. ἐστὶ γερόντων 24.255
, etc.;ἥ τ' ἐστὶ δ. θείων βασιλήων 4.691
;ἡ γὰρ δμώων δ. ἐστίν 14.59
, etc.; ἡ γὰρ δ., ὁππότε .. this is always the way, when.., 19.168 (so in late Prose,ἥπερ ἱππομαχίας δ. Arr.An.3.15.2
); δίκαν ἐφέπειν τινός to imitate him, Pi.P.1.50; δ. ἐπέχειν τινός to be like.., Anon.Lond.6.18; normal course of nature,ἐκ τουτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ' ἢν γένηται Hp.VC3
: hence,2 adverb. in acc. δίκην, in the way of, after the manner of, c. gen.,λύκοιο Pi.P.2.84
; ; ; in later Prose, Arist.Mu. 395b22, Luc. Dem.Enc.31, Alciphr.1.6, etc.: mostly of living creatures or persons, but also of things, as δίκην ὕδατος, ἀγγείου, A.Th.85 (lyr.), Pl. Phdr. 235d.II order, right, μή τι δίκης ἐπιδευές nothing short of what is fit, Il.19.180; opp. βία, might, 16.388; opp. σχέτλια ἔργα, Od.14.84; personified, Hes.Th. 902, A.Th. 662, etc.;Δίκης βωμός Id.Ag. 383
(lyr.), Eu. 539 (lyr.); Truth, Pi.P.8.71.3 Adverb. usages, duly, rightly,Il.
23.542, Pl.Criti. 112e;ἐν δίκᾳ Pi.O.6.12
, cf.S.Tr. 1069, etc.;σὺν δίκῃ Thgn.197
, Pi.P.9.96, A.Th. 444, etc.;κατὰ δίκην Hdt. 7.35
, E.Tr. 888, etc.;μετὰ δίκης Pl.Lg. 643e
;πρὸς δίκης S.OT 1014
, El. 1211 (but πρὸς δίκας on the score of justice, Id.OC 546 (lyr.));διαὶ δίκας A.Ch. 641
;ἐκ δίκης Herod.4.77
: opp.παρὰ δίκαν Pi.O.2.18
, etc.;ἄνευ δίκης A.Eu. 554
;πέρα δίκης Id.Pr.30
; (lyr.); δίχα δίκης without trial, Plu.Ages.32; πρὸ δίκης in preference to legal proceedings, Th.1.141.III judgement, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν give judgement most righteously (cf. ἰθύς), Il.18.508: esp. in pl., ;περὶ οἶδε δίκας Od.3.244
, etc.;δίκαι σκολιαί Hes.Op. 219
, 250;κρῖνε εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
.IV after Hom., of proceedings instituted to determine legal rights, hence,1 lawsuit, Pl.Euthphr.2a, D.18.210, etc.; prop. private suit or action, opp. γραφή (q. v.), Lys.1.44, etc.;ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί Poll.8.41
; οἱ δίκην ἔχοντες the parties to a suit, IG7.21.8 ([place name] Megara), cf. Plu.Cic. 17.2 trial of the case,πρὸ δίκης Is.5.10
, etc.;μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι Th.2.53
; court by which it was tried, .b δίκην εἰπεῖν to plead a cause, X.Mem.4.8.1;δ. μακρὰν λέγειν Ar.V. 776
, cf. Men.Epit.12.3 the object or consequence of the action, atonement, satisfaction, penalty, δίκην ἐκτίνειν, τίνειν, Hdt.9.94, S.Aj. 113: adverbially in acc.,τοῦ δίκην πάσχεις τάδε; A.Pr. 614
; freq. δίκην or δίκας διδόναι suffer punishment, i. e. make amends (but δίκας δ., in A.Supp. 703 (lyr.), to grant arbitration);δίκας διδόναι τινί τινος Hdt.1.2
, cf. 5.106; , etc.; also ἀντί or ὑπέρ τινος, Ar.Pl. 433, Lys.3.42; also δίκην διδόναι ὑπὸ θεῶν to be punished by.., Pl. Grg. 525b; but δίκας ἤθελον δοῦναι they consented to submit to trial, Th.1.28; δίκας λαμβάνειν sts. = δ. διδόναι, Hdt.1.115;δίκην ἀξίαν ἐλάμβανες E.Ba. 1312
, Heracl. 852; more freq. its correlative, inflict punishment, take vengeance, Lys.1.29, etc.;λαβεῖν δίκην παρά τινος D.21.92
, cf.9.2, etc.; so δίκην ἔχειν to have one's punishment, Antipho 3.4.9, Pl.R. 529c (but ἔχω τὴν δ. have satisfaction, Id.Ep. 319e;παρά τινος Hdt.1.45
); δίκας or δίκην ὑπέχειν stand trial, Id.2.118, cf. S. OT 552;δίκην παρασχεῖν E.Hipp.50
; θανάτου δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος to incur the death penalty, Pl.Ap. 39b;δίκας λαγχάνειν τινί D.21.78
; δίκης τυχεῖν παρά τινος ib.142; δίκην ὀφείλειν, ὀφλεῖν, Id.21.77, 47.63;ἐρήμην ὀφλεῖν τὴν δ. Antipho 5.13
; δίκην φεύγειν try to escape it, be the defendant in the trial (opp. διώκειν prosecute), D. 38.2; δίκας αἰτέειν demand satisfaction, τινός for a thing, Hdt.8.114;δ. ἐπιτιθέναι τινί Id.1.120
; τινός for a thing, Antipho 4.1.5;δίκαι ἐπιφερόμεναι Arist.Pol. 1302b24
;δίκας ἀφιέναι τινί D.21.79
; δίκας ἑλεῖν, v. ἔρημος 11; δίκην τείσασθαι, v. τίνω 11;δὸς δὲ δίκην καὶ δέξο παρὰ Ζηνί h.Merc. 312
; δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων, of communities, submit causes to trial, Hdt.5.83;δίκην δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐν τῷ δήμῳ X.Ath.1.18
, etc.; δίκας δοῦναι καὶ δέξασθαι submit differences to a peaceful settlement, Th.5.59.V Pythag. name for three, Plu.2.381f, Theol.Ar.12; for five, ib.31. (Cf. Skt. diś-, diśā 'direction', 'quarter of the heavens'.) -
2 καθαρός
κᾰθᾰρ-ός, ά, όν, [dialect] Dor. [full] καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr. 32c.1, [dialect] Aeol. [pref] κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:1 physically clean, spotless (not in Il.),εἵματα Od.6.61
, Archil.12, cf. E.Cyc.35, 562, etc.; of persons, cleanly,κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV 1250b28
, cf.Rh. 1416a23 (nisi leg. καθάριος).2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water, ;κ. ὕδατα E. Hipp. 209
(anap.);ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17
; (anap.);κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr. 229b
;οὖρον Hp.Epid.1.3
; ; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90;πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel. 867
;κ. ἄρτος Hdt.2.40
; of white bread, Wilcken Chr. 30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.;σῖτος X.Oec.18.8
;σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84
(a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed,πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11
(i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc.,σίδηρος Sammelb.4481.13
(v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.);ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30
; ; ; of feelings, unmixed,μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx. 245d
, cf. Thgn.89; serene, (lyr.).3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ ) in an open space,ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491
;ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61
, cf. Ph.2.535 ([comp] Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC 1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R. 520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132;ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5
; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr. 239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.);παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25
(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).b metaph., free, clear of debt, liability, etc.,κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14
(i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.);γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy. 633
(ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462;θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491
;ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136
; freq. free from guilt or defilement, pure, (anap.);καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35
, Antipho5.11, And.1.95;κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra. 405b
; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.; (ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu. 474, cf. S.OC 548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp. 654 (lyr.), E. IT 1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from..,κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11
; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R. 496d, Cra. 404a;ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht. 177a
;κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg. 864e
;Κόρινθον.. ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6
;κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26
, cf. D.C.37.24;κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8
; ceremonially pure, of food,ὄσπριον Hdt.2.37
; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg. 800d.4 of birth, pure, genuine,σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15
; πόλις E. Ion 673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach. 506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V. 1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av. 1549;κ. δοῦλος Antiph.9
(glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3;διάλεκτος Id.Dem.5
; so of writers, [Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2
; [Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4
; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf.καθαιρέω 11.5
).II Adv. purely,ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap. 121
, Hes.Op. 337: [comp] Comp.- ωτέρως Porph.Abst.2.44
.2 of birth,κ. γεγονέναι Hdt.1.147
;αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112
, cf.Luc.Rh. Pr.24.3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ.. καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62;κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c
.4 clearly, plainly, , cf. E.Rh.35 (anap.);λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4
;κ. γνῶναι Ar.V. 1045
, Pl.Phd. 66e; εἴσεσθαι ibid.;καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra. 426b
.5 of language, purely, correctly,- ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e
, cf. Luc.Im.15.6 entirely, Ar.Av. 591;κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71
W.;κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25
, cf. Cod.Just.1.4.34.9: [comp] Sup. - ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρός
-
3 χρῆμα
A need, in the phrase παρὰ χ. or παραχρῆμα (q. v.); a thing that one needs or uses, cf. X.Oec.1.9 sq. (pl.): hence in pl., goods, property (χρήματα λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται Arist.EN 1119b26
), Od.2.78, 203, al. (never in Il.), Hes.Op. 320, 407, etc.; of temple-treasures, heirlooms, etc., Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.);τὰ ἱρὰ χ. τῆς Ἀθηναίης Hdt.2.28
, cf. 9.81;θησαυρούς.. ἄλλα τε χρύσεα ἄφατα χ. Id.7.190
;πολλῶν χ. ἐξαίρετον ἄνθος A.Ag. 954
;πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματακαὶ κτήματα κατασκευάζειν· ἔστι δὲ χ. μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κ. δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις Isoc.1.28
; ; πρόβατακαὶ ἄλλα χ. X.An.5.2.4
; τὰ ἀνδράποδα.. καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτούς ib.7.8.12: prov., χρήματα ψυχὴ πέλεται.. βροτοῖσι a man's money is his life, Hes.Op. 686; χρήματ' ἄνηρ ' money makes the man', Alc.49, Pi.I.2.11; , cf. Ch. 135; alsoχρημάτων πένητες E.El.37
;τὰ χρήματ' ἐνεχυράζομαι Ar.Nu. 241
;χρήματα πορίζειν Id.Ec. 236
;ἄτιμοι ἦσαν τὰ σώματα, τὰ δὲ χ. εἶχον And.1.74
;χρημάτων ἥσσων Democr.50
;χρημάτων κρείσσων Th.2.60
; χρήμασι νικώμενος ibid.; χρημάτων ἀδωρότατος ib. 65;ἐλπίδα χρήμασιν ὠνητήν Id.3.40
; ;ζημιοῦσθαι χρήμασιν Id.Lg. 721b
; even of debts,διαλῦσαι τὰ χ. D.20.12
;δεθέντ' ἐπὶ χρήμασιν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ Id.24.168
.—Acc. to Poll.9.87 the [dialect] Ion. used also the sg. in this sense, and so we find, ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι .. ; for how much money.. ? Answ. ἐπ' οὐδενί, Hdt.3.38; ταύτην (sc. τὴν χλανίδα) πωλέω μὲν οὐδενὸς χ. δίδωμι δὲ ἄλλως ib. 139; also in Thgn.197, χ. δ' ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται; in [dialect] Att., οὐδενὸς ἂν χ. δεξάμενοι at no price, And.2.4; and in later Prose, fund, sum of money, Arch. f. Religionswiss.10.211 (Cos, ii B. C.);τὸ πλῆθος τοῦ χ. D.S.13.106
, cf. Act.Ap.4.37, Luc.VH1.20; merchandise,Heraclit.
90, X.HG1.6.37, Th.3.74; property, substance, Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).II generally, thing, matter, affair, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., h.Merc. 332, Hes.Op. 344, 402;χρημάτων ἄελπτον οὐδέν Archil. 74
;πάντων χ. δικαιότατον Mimn.8
;πρῶτον χρημάτων πάντων Hdt.7.145
; ἀντὶ πάντων χ. on every account, And.2.21; δεινότατον ἁπάντων χρημάτων ib.1; πᾶν χ. ἐκίνεε 'left no stone unturned', Hdt.5.96; τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον 'deeds show the man', Pi.O.6.74;πάντων χ. μέτρον ἄνθρωπος Protag.1
; περαίνεται τὸ χ. the issue is being decided, Plu.Caes.47: pl., simply, things,ὁμοῦ πάντα χ. ἦν Anaxag.1
, cf. Pl.Cra. 440a, Euthd. 294d, Plot.4.2.1.2 χρῆμα is freq. expressed where it might be omitted,δεινὸν χ. ἐποιεῦντο Hdt.8.16
; οἷόν τι χ. ποιήσειε ib. 138; ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν ἀποικίην to send out a colony without any certain destination, Id.4.150; freq. in Trag., τί χρῆμα; = τί; what?τί χ. λεύσσω; A.Pr. 300
, Ch.10; or why? E.Alc. 512; so in gen., τοῦ χ. (sc. ἕνεκα); Ar.Nu. 1223;τί χ. δρᾷς; S.Aj. 288
, cf. Ph. 1231;τί χ. πάσχει; E. Hipp. 909
; τί δ' ἐστὶ χρῆμα; what is the matter? A.Ch. 885;πικρόν τί μοι δοκεῖ χ. εἶναι Pl.Grg. 485b
; , al.; μάλιστα χρημάτων most of anything, i. e. certainly, Anon.Oxy.1611.68 (iii A. D.); cf.χρέος 11.2
.3 used in periphrases to express something strange or extraordinary of its kind, ὑὸς χ. μέγα a huge monster of a boar, Hdt.1.36;ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Id.7.188
; τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον what a business the nights are! Ar.Nu.2; λιπαρὸν τὸ χ. τῆς πόλεως what a grand city! Id.Av. 826, cf. Lys.83; κλέπτον τὸ χ. τἀνδρός a thievish sort of fellow, Id.V. 933;τὸ χ. τοῦ νοσήματος Id.Lys. 1085
; μακάριον.. λέγεις τυράννου χ. your tyrant-creature, Pl.R. 567e;χ. θαυμαστὸν γυναικός Plu.Ant.31
: without a gen.,ἔλαφον, καλόν τι χ. καὶ μέγα X.Cyr.1.4.8
; σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος truly a clever creature is he! Theoc.15.83; κοῦφον χ. ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, of the poet, Pl. Ion 534b; χ. καλόν τι such a fine thing! Theoc.15.23; also in a periphrastic use, οὐδὲν χ. τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται cannot bend the elbow at all, Hp.Fract.42.b so, to express a great number or mass, as we say, a deal, a heap of.., πολλόν τι χ. τῶν τέκνων, χ. πολλὸν ἀρδίων, νεῶν, Hdt.3.109, 4.81, 6.43;χ. πολλόν τι χρυσοῦ Id.3.130
;σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου E. Supp. 953
; ὅσον τὸ χ. παρνόπων what a lot of locusts! Ar.Ach. 150;ὅσον τὸ χ. τοῦ πλακοῦντος Id.Eq. 1219
;πολὺ χ. τεμαχῶν Id.Pl. 894
; τὸ χ. τῶν κόπων ὅσον what a lot of them! Id.Ra. 1278;τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χ. Id.Th. 281
; also of persons, χ. θηλειῶν womankind, E.Ph. 198;σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. X.Cyr.2.1.5
;μέγα χ. Λακαινᾶν Theoc.18.4
: without a gen., ὅσον τὸ χ. ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε what a crowd.. ! Ar. Pax 1192. -
4 χείρ
χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί ( χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811A b.10 ([place name] Aphrodisias), 2942c ([place name] Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses onlyχερί; χέρα h.Pan.40
); gen. dual (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι ([etym.] ν ) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.);χείρεσσι Il.12.382
, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc. 756; χέρεσσι ([etym.] ν) Hes.Th. 519, 747, B.17.49; ([place name] Galatia):—[dialect] Dor. nom. [full] χέρς Timocr.9; [full] χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen.χηρός Alcm.32
, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, [dialect] Aeol.χέρρας Alc.Supp.4.21
, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277, 748:— the hand, whether closed,παχεῖα Il.3.376
;βαρεῖα 11.235
, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.;εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9
: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl.,ἄμφω χεῖρας 8.135
;χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115
.2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347),πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166
; ;χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150
;χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4
; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm,ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336
;περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17
, cf. Pl. Prt. 352a.3 of the hand or paw of animals,ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14
; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA 502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr. 369; of the bear, Plu.2.919a.II Special usages:1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc. 681;ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19
;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr. 598
;λαιᾶς χειρός A.Pr. 714
(but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501;χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35
;προκαλίζεσθαι 18.20
; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT 1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis,ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj. 310
.3 gen., by the hand,χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154
;χειρὸς ἑλών 1.323
, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319;χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122
;τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32
;ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V. 569
(anap.).4 the acc. is used when one takes the hand of a person,χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361
;χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121
; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; soἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr. 1181
; alsoἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph. 813
, cf. OC 1632.5 other uses of the acc.:a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.;ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310
;ἀμφὶ.. Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142
; ;ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223
;περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th. 914
, cf. A.Ag. 1559 (anap.);χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58
, 66; so alsoχεῖρας ἀείρων Od.11.423
, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v.ἀνατείνω 1.1
).b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec. 264;τὴν χ. αἴρειν And.3.41
;ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33
, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33;χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37
;χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371
;χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257
;πρός τινα Pi. P.4.240
;ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); alsoχεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523
, etc.;πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392
(but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433;χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10
([place name] Rome).d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.;χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567
, Od.1.254, al.;χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8
, etc.;χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36
; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off,λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97
codd.;κερτομίας δέ τοι.. καὶ χεῖρας ἀφέξω.. μνηστήρων Od.20.263
;ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu. 350
(lyr.);τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp. 213d
;παύειν χεῖράς τινος Il.21.294
.f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.6 with Preps.:a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with.., Plb.21.6.5;αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64
; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by.., LXX 2 Ki.15.2.b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V. 656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp. 193, S.Ant. 916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib. 1258 (anap.), Ar.V. 597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76;διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a27
; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. ([etym.] χερός), D.H.Isoc.4;τὰ ὅπλα Plu.Cor.2
, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf.διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12
); of arms,διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35
; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c;διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4
, al., cf. Act.Ap.7.25, al.d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El. 1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it,πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec. 1242
;ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El. 1348, X.Cyr.8.8.22;καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28
; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simplyὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331
, cf. 24.172); soεἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10
, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (soἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl. 429
): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with.., A.Th. 680;ἀλλήλοις Th.7.44
: abs.,εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96
;ἐς χ. ἰέναι Id.2.3
, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.);συνιέναι X.Cyr.8.8.22
; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)ἀπικέσθαι Hdt.9.48
; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)ἀπόλλυσθαι Id.8.89
, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; [full] ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol. 1285a10, D.H.6.26;ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29
(Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738;εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31;ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72
.e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range,ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15
; ἀμύνασθαι ib.5.4.25;μάχεσθαι Id.HG7.2.14
, cf. D.S.19.6;πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu.
tim.4;οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24
; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37;ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6
: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.fδέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585
, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130);πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289
; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604;σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37
; butἐν.. χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568
; of a gift,ἐν χερσὶ τίθει 1.441
, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R. 432d;τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8
, etc. (metaph.,ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226
); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in,τὸν γάμον Hdt.1.35
;ἑορτήν Plu.Alex.13
;τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1
;ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e
; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21;ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208
, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand,ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43
;ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66
, cf. 4.57,96, etc.;ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72
;ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11
;δίκη ἐν χερσί Hes.Op. 192
;ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31
; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual,τἀν χεροῖν S.Ant. 1345
(lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of.., LXX Jo.21.2, al.;ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35
(v.l.).g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V. 1216, cf.Av. 464 (anap.), Fr. 502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2
, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.);πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα
at hand,Pherecr.
146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act,κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6
; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10
: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph. 148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete. 369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75;παρέργως καὶ ὑπὸ χ.
extempore,Plu.
Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306;ἀφνειά Pi.O.7.1
, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch. 141, Ag.34; κάρβανος ib. 1061; (anap.); , etc.: to denote wealth or poverty,πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359
;κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42
, cf. E.Hel. 1280, etc.2 it is represented as acting of itself,χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77
, cf. S.Aj.50;χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th. 554
;δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp. 604
(dub. l.): prov.,ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273
; or simply,ἁ χ. τὰν χ. AP5.207
(Mel.).3 pl., in theurgy, name for spiritual powers,αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101
P., cf. eund. in R.2.252K.IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl.,ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg.,δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr. 603
);χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT 883
(lyr.), cf. OC 1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg.,βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr. 619
; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219;χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109
, cf. 2.115;χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360
, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.;ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg. 869d
: generally, χεῖρες violent measures, force,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267
;ὑπόδικος χερῶν A.Eu. 260
(lyr.);χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.V a number, band, body of men, esp. of soldiers,χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157
; in dat.,οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72
;πολλῇ χ. 1.174
, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon.,χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20
; ; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El. 629;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
.VI handwriting,τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5
, cf. IG9(1).189 ([place name] Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument,ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18
(ii B.C.), cf. PCair.Zen. 477 (iii B.C.), etc.b handiwork of an artist or workman,γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5
, etc.;αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72
, cf. 6.66;σοφαὶ χέρες APl.4.262
;τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22
.VII of any implement resembling a hand:1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven,χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18
; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13. -
5 τέλος
A coming to pass, performance, consummation,εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496
;ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op. 669
; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib. 218;καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12
(iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.);καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7
(Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193;ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29
;ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70
;ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107
, cf. Isoc.5.71, 6.77; result,τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122
;εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291
;ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630
; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th. 638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of.., A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC 1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον.. θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC 1400; φόνου τ. A.R.1.834;τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172
; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El. 735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17;ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9
;ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11
, cf. 18.32.12, 3.5.7;τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22
, cf. Plb.1.61.2; μάχης.. κεκύρωται τ. A.Ch. 874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp. 475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event,οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε.. Od.9.5
: in concrete sense, result, product,τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA 672a4
, cf. GA 725b8.2 in contexts like Hes.Op. 669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we haveτ. μὲν Ζεὺς ἔχει.. πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1
;ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC 423
; [Ἄπολλον].. ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th. 162
(lyr.);τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp. 525
(lyr.);τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545
(lyr.);τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε.. εἴτε.. Id.Hel. 887
; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol. 1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75;κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11
; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority,σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13
; ἡ.. τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between.., Arist.Resp. 480b19.3 magistracy, office,τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9
( δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj. 1352, Ph. 385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88;οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18
, 9.106; poet.,οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67
; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47;ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3
(Elis, V B.C.);τοὺς.. τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94
(Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government, ; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.4 decision, doom,Ζεὺς.. οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309
;Κῆρες δὲ παρεστήκασι.., ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6
; μήτηρ.. μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3;τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326
;τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553
;οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416
, cf. 11.451;ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124
, cf. A.Th. 906 (lyr.):—judicial decision,ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu. 243
; κύριον μένει τ. ib. 544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib. 729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib. 434;τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg. 768b
; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib. 767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp. 603, 624; of a king, Id.Ag. 934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ.. ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον); οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286
; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu. 743, cf. Ag. 908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib. 1202, cf. Ch. 760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp. 1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων.. ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th. 260;ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47
; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the Payment(-day) of the wage, Il.21.450;οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19
, cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.6 pl., services or offerings due to the gods,δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers. 204
;ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr. 238
; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant. 143 (anap.);γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med. 1382
;θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6
; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC 1050 (lyr.), cf. Fr. 837;σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25
; called μεγάλα τ., Pl.R. 560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr. 387; of the marriage rite,τ. γάμοιο Od.20.74
, cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu. 835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant. 1241;τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38
, cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th. 982, Stob.2.7.3a.7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τ., Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.8 dues exacted by the state, Ar.V. 658 (pl.), Pl.R. 425d (pl.); ἀγορᾶς τ. a market- toll, Ar.Ach. 896; πορνικὸν τ. Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν. πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν pay a tax or duty, Pl.Lg. 847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4;τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77
;καταβαλεῖν And.1.93
; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.9 financial means, expenditure, usu. in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60;ἀναγραψάτω.. τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22
, cf. 94.14, al.;Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30
;δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38
: in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr. 639.10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib. 470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron,τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22
, cf. 4.96;πελταστῶν τέλη E.Rh. 311
;κατὰ τέλεα Hdt.1.103
, 7.87, al.;κατὰ τέλη Th.6.42
, Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of.. chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships,τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48
: also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64;τ. ἀθανάτων A.Fr. 151
(anap.).12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).II degree of completion or attainment,τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω.. προσέκειτο Il.18.378
; degree of maturity, age,ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9
;ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123
;ἥβης τ. μολόντας E.Med. 920
; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx. 249a;εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin. 992d
;τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp. 181e
;οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc. 413
(lyr.).b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perh. in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).2 state of completion or maturity, τ. λαβεῖν, ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr. 276b, Lg. 834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp. 186a, cf. Prt. 348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπ έθηκε τ. as a finish to all his former acts, D.18.140;τὸ τ. τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24
;ταύτης.. τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18
; τ. λαβεῖν to be completed, Pl.R. 501e, Isoc.4.5;τ. ἔχειν Pl.Lg. 772c
; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56;ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R. 613d
; (ii B.C.); (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.);ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234
:—freq. in Adverbial phrases:a τέλος at last,ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100
, cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause,μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76
, cf.4.131, al.;τέλος δέ Id.1.36
, Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137;τ. μέντοι Id.5.89
, X.HG5.4.30;τ. γε μέντοι S.Ant. 233
; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τ. Pl.Lg. 740e.b < ἐς τ. in the end, in the long run,πάντως ἐς τ. ἐξεφάνη Sol.13.28
, cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph. 409;θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA 161
(anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τ. ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.c διὰ τέλους (orig. perh. from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr. 275, S.Aj. 685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; soδιὰ τέλεος Hp.Acut.46
(= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618);διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb. 36e
; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).e τέλει perh. in the end, S.OT 198 (lyr.).3 esp. τ. ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg. 801e;ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6
;πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27
;εἰς τ. τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC 1530
: less freq. abs., death,ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th. 367
(lyr.);οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31
; ἔχει τὸ κάλλιστον τ. X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.;τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg. 717e
, cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely,τ. ἔχει τινά Pl.Lg. 740c
;οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh. 735
(anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC 1720 (lyr.); τὸ τ. ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; alsoτ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87
(cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος)γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955
-6.4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC 1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel. 534;τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec. 413
;ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις.. τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3
;ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph.
1074a30.5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence,ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43
, cf. Gal.15.20; of a chapter or book,ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4
, cf. Gal.15.10;πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg. 957b
;πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA 675a16
; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph. 239b34 (cf. infr. 111.2).III achievement, attainment,τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323
, cf. Pi.N.3.25;τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139
; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.2 winning-post, goal in a race,πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45
; in a contest,ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50)
; εἰς τ. ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R. 613c.b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27;ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118
(perh. 'to be the winning post and prize');κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6
: metaph.,οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57
.3 Philos., full realization, highest point. ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp. 211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib. 210e;πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit. 410e
, cf. R. 613c.b the end or purpose of action,τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg. 499e
; freq. in Arist., EN 1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph. 994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN 1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc. -
6 σύνοιδα
A , [dialect] Ion.συνοίδαμεν Hdt.9.60
, [ per.] 3pl.συνίσᾱσι S.El.93
(anap.), Isoc.8.113, X. Cyr.3.1.9, etc. (rarelyσυνοίδασι Lys.11.1
, Plb.27.9.11); imper. ; inf.ξυνειδέναι S.Ant. 266
: [tense] plpf. with [tense] impf. sense, συνῄδειν, [dialect] Att. συνῄδη, dual συνῄστην, pl. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν, [dialect] Ion.[ per.] 2pl.συνῃδέᾰτε Hdt.9.58
: [tense] fut. συν ([etym.] ξυν-) είσομαι Ar.Ec.17, V. 999, X.HG2.4.17 (rarelyσυνειδήσω Isoc.1.16
, and [tense] aor. part.- ειδήσας Phld.Lib. p.32
O.):— know something about a person, esp. as a potential witness for or against him, ἢ (sc. Δίκη) ; τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν to both of which I, knowing them true of you, can testify, Hdt.5.24; ; ; τὰ Μηδικὰ καὶ ὅσα αὐτοὶ σύνιστε our other services to which you can testify, Th.1.73; (troch.);συνοίδαμεν ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι Hdt.9.60
; ὑπολαμβάνων παρ' ὑμῶν ἑκάστῳ τὸ συνειδὸς ὑπάρχειν μοι believing that I can rely on your acknowledgement of my services, D.18.110; τί μοι σύνοισθα τοιοῦτον εἰργασμένῳ; X.Smp.4.62;σύνοιδα τῷ μειρακίῳ κοσμίῳ τὸν πρότερον ὄντι χρόνον ἀεί Men.Sam.57
;πότερον οὐ συνοίδασιν αὐτῷ ποιοῦντι τὰ δίκαια Plb.27.9.11
; ξυνειδὼς οὐ φράσεις; S.OT 330;ἵνα τούτῳ ταῦτα συνειδῶμεν Pl.Prt. 348b
;ἐρῶ.. ἂ σύνοιδα αὐτῷ X.Mem.2.7.1
; οὐκ αἰσχυνοῦμαι.. εἰπεῖν (v.l.)ἅπασιν ὅσα σύνοιδ' αὐτῷ κακά Ar.Fr. 200
; ; θνῄσκοντι συνείσῃ (cj. Reiske for συνοίσῃ) thou wilt witness my death, S.Ph. 1085 (lyr.);διὰ δικαιοσύνην, τήν οἱ ἄλλην συνῄδεε ἐοῦσαν Hdt.7.164
;τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ' S.OC 948
; δύ' ἡμῶν ἢ τρία κακὰ ξυνειδὼς εἶπε δρώσας μυρία (sc. Εὐριπίδης) Ar.Th. 475, cf. 553;ἀφανίζει τὸν παῖδα, ὃς συνῄδει περὶ τῶν χρημάτων Isoc.17.11
, cf. Men.Epit. 210;τῆς ἁρπαγῆς τοῦ παιδὸς εἰ ξύνοισθά τι, ταχέως λέγειν χρή Antiph.74.3
; καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν; A.Ch. 216; σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην ib. 217; σύνοιδα τοῖς πλείστοις αὐτῶν ἥκιστα χαίρουσι I can bear witness that most of them are far from pleased.., Isoc.7.50; with a mixture of dat. and acc.constr.,συνίσασι γὰρ αὐτῷ.. καθιστάμενον, ἐκ δὲ τούτων.. δυνάμενον Id.15.120
;ἐγώ σοι σ... ἀνιστάμενον καὶ.. βαδίζοντα καὶ ἀναπείθοντα X.Oec.3.7
; freq. with reflex. Pron. in dat.,ἔμ' αὔτᾳ τοῦτο σύνοιδα Sapph.15
; ἐξ ὧν αὐτὸς σύνοισθα σαυτῷ ἐν τῇ τῶν γραμμάτων μαθήσει from your experience of yourself.., Pl.Tht. 206a; σύνοιδ' ἐμαυτῇ πολλὰ ([etym.] δείν') Ar.Th. 477, cf. X.Mem.2.9.6, Pl.R. 331a; ; ;συνειδὼς ἐμαυτῷ ἀμαθίαν Pl.Phdr. 235c
;τὴν πατρίδα, εἰς ἢν τοσαύτην εὔνοιαν ἐμαυτῷ σύνοιδα D.Ep.2.20
;σ. ἑαυτοῖς ἄγνοιαν Arist.EN 1095a25
;σ. αὑτῷ τὴν δειλίαν Id.HA 618a26
; ap. Stob.3.24.13, cf. Isoc.3.59, LXX Jb.27.6, 1 Ep.Cor.4.4; συνειδότες αὑτοῖς with full consciousness, Polystr.p.15 W.:—with part.a in nom., πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ' ἐγὼ ξυνείσομαι, φεύγοντ' ἀπολύσας ἄνδρα; Ar.V. 999; ;ὅστις τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς X.An.2.5.7
;σύνισμεν ἡμῖν αὐτοῖς ἀπὸ παίδων ἀρξάμενοι ἀσκηταὶ ὄντες τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων Id.Cyr. 1.5.11
; συνειδέναι σαυτῷ δοκεῖς οὐπώποτ' ἀμελήσας αὐτῶν ib.1.6.4, cf. 3.3.38, HG2.3.12; ; .b in dat., ; ; ;συνειδόθ' αὑτῷ φαῦλα διαπεπραγμένῳ Philem.229
.2 c. dat. rei, know something about a thing,τοῖς διὰ τῶν εἰκότων τὰς ἀποδείξεις ποιουμένοις λόγοις σύνοιδα οὖσιν ἀλαζόσιν Pl.Phd. 92d
;διὰ τὸ συνειδέναι τοῖς σφετέροις πράγμασι τετρυ[μ]μένοις καὶ κάμνουσιν ἤδη τῷ πολέμῳ Plb.1.62.7
;σε.. συνειδότα τοῖς πρὸς ἐμὲ σοὶ πεπολιτευμένοις Phalar.Ep. 109
; καιρὸς.. σὲ εἰπεῖν ἃ σύνοισθα τῷ βίῳ ἑκάστῳ what you know about each life, Luc.Gall.15.II share the knowledge of something with somebody, to be implicated in or privy to it, οὐδὲ ξυνῄδει σοί τις ἔκθεσιν τέκνου; E. Ion 956;δουλοῖ γὰρ ἄνδρα,.. ὅταν ξυνειδῇ μητρὸς ἢ πατρὸς κακά Id.Hipp. 425
; ξύνοιδε δ' οὔτις οἰκετῶν νόσον ib. 40;συνίσασί σοι πάντα ὅσα ἔπραξας X.Cyr.3.1.9
;ξυνίσασ' εὐναὶ.. ὅσα θρηνῶ S.El.93
(anap.);πλῆθος ὃ ξυνῄδει Th.4.68
; ξυνειδώς τις ibid.;ὁ συνειδὼς καὶ μὴ φράζων Pl.Lg. 742b
;οἱ ξυνειδότες σφίσι Th. 1.20
;οἱ συνειδότες πεποιηκότι τι δεινόν Arist.Rh. 1382b6
;σύνοισθά που καὶ αὐτὸς ὅτι.. Pl.Phdr. 257d
;σύνισμεν ὡς.. Id.Sph. 232c
;σύνοιδέ μοι εἰ ἐπιορκῶ X.An.7.6.18
; συνειδέναι δὲ (sc. τὰς μαντηΐας)καὶ τοὺς Πυθίους Hdt.6.57
;συνειδυίας καὶ τῆς γυναικός Act.Ap.5.2
:— with part.a in dat., ;εἰ μὴ συνῄδη Σωκράτει τε καὶ Ἀγάθωνι δεινοῖς οὖσι περὶ τὰ ἐρωτικά Pl.Smp. 193e
.b in acc.,ἀνδράποδα, ἂ συνῄδει τὴν γυναῖκα.. θάνατον μηχανωμένην Antipho 1.9
, cf. Pl.Lg. 773b, 870d, D.49.58, 59.67, 61.23.III know well, αὐτὸς ξυνειδώς, ἢ μαθὼν ἄλλου πάρα; as from his own knowledge, or.. ? S.OT 704; so also (unless there is ellipse of reflex. Pron.)σύνοιδα δείν' εἰργασμένος E. Or. 396
; .IV c. dat. rei. to be privy to, BGU1141.50 (i B.C.); τῷ φόνῳ Sch.Hermog. in Rh.4.355 W.V τὸ συνειδός complicity,τὸ σ. τοῦ πράγματος Plu.Publ.4
; consciousness,τοῦ ἐνδεοῦς Id.2.84d
.2 conscience,ὑπὸ συνειδότος ἐπαρρησιάζετο ἀγαθοῦ Paus.7.10.10
, cf. Hld.6.7, Alciphr.1.10.5, Chor.p.38 B.VI ὡς ἂν συνειδῇς as you may think proper, Aët.13.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοιδα
-
7 τρίτος
A third,τοῖσι δ' ἐπὶ τρίτος ἦλθε Od.20.185
, cf. 14.471; τρίτος αὐτός himself the third, i. e. with two others (v.αὐτός 1.6
)τ. ἡμίδραχμον
two drachmae and a half,Din.
Fr.8.4; cf. ἡμιτάλαντον; τ. γενέσθαι to be third in a race, Isoc.16.34, cf. Plu.Alc.11:— the third freq. appears as completing the tale, e.g. the third and last libation was offered toΖεὺς Σωτήρ, Διὸς σωτηρίου σπονδὴ τρίτου κρατῆρος S.Fr. 425
, cf. A.Fr.55;ἔγχει κἀπιβόα τρίτον παιῶν', ὡς νόμος ἐστίν Pherecr.131.5
(cf. τριτόσπονδος): metaph.,Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ.. Ζηνί A.Ch. 244
, cf. Eu. 759, Supp.26 (anap.); τρίτην ἐπενδίδωμι (sc. πληγήν) the third and finishing stroke, Id.Ag. 1386; Ἐρινὺς.. αἷμα πίεται, τρίτην πόσιν, i. e. the blood of Clytemnestra and Aegisthus, the first being that of the children of Thyestes, the second that of Agamemnon, Id.Ch. 578, cf. 1066 (anap.).II τρίτη, with or without ἡμέρα, the day after tomorrow,ἐς τρίτην ἡμέραν Ar.Lys. 612
;εἰς τρίτην Anaxandr.4
;τῇ τρίτῃ X.HG3.1.17
, etc.;τρίτῃ καὶ τετάρτῃ Id.An.4.8.21
, etc.; but ἐχθὲς καὶ τ. ἡμέραν yesterday and the day before, Id.Cyr.6.3.11:— two days later,Arist.
Fr. 368; but, every other day, Hp.Fract. 48, Gal.6.354.2 with other Nouns omitted, ἡ τ. (sc. χορδή) the third string in the heptachord, = ἡ παραμέση, Arist.Pr. 920a16, Plu.2.1137b:—ἡ τ. (sc. πληγή) the third blow, v. supr. 1:—ἡ τ. (sc. μερίς) the third part of a coin or weight, Hsch. s.v. ἕκτη, Phot. postΤριτοπάτορες; ἐγένετο ὁ μέδιμνος χρυσοῦ καὶ δύο τριτῶν IPE12.32A63
(Olbia, iii B. C.); third of a stater, Herod.2.64.III τρίτον as Adv., thirdly, S.Ant.55, Fr. 380; a third time, E.Hel. 1417, Aristid.2.182 J.; πρῶτον μὲν.., δεύτερον δὲ.., τ. δὲ .. Pl.R. 358c; τοῦτο τ. this third time, LXXNu.22.32, Ev.Jo.21.14:—in Hom. always τὸ τρίτον, Il.3.225, 6.186, al., cf. Hdt.1.55, Ar.Ach. 997, Th.6.5, etc.:—also in the third place,Pl.
Ti. 54a (but = the third time, Ev.Matt. 26.44, Dsc. 5.32); , Pl.Grg. 500a:—regul. Adv. in the third degree,Id.
Ti. 56b.2 thrice,Syrian.
in Metaph. 134.15, Gp.2.39.7, al., Sch.Pi.O.2.123; Elean .IVτὸ τ. μέρος Isoc.12.177
, etc.;τὸ τ. Luc.Tox.46
;τὸ τ. τοῦ ἀριθμοῦ Str.7.7.4
, cf. LXXNu.15.6; ἐπὶ τῷ τ. at the third signal, X.An.2.2.4.V τρίτα, τά,2 τὰ τρίτα λέγειν τινί play the third part (like τριταγωνιστεῖν τινι), D.19.246, cf. Men.223.17.3 πρῶτα δραμεῖν καὶ δεύτερα καὶ τ. win.. third place in the race, E.Epigr.3 ( τρίτατα cj. Bgk.). (Cf. Skt. trlīyas, Lat. terlius, etc.)
См. также в других словарях:
EXEGETAE — Gr. Ε᾿ξηγηταὶ, dicti sunt in Rep. Atheniensium, Legum periti, qui in cava homicidii a Iudicibus consuli solebant, ut exponerent, anne σύν δίκῃ iure, caedes facta esset. Postquam enim Actor ad caesa porrecta Suovetaurilii iusiurandum concepisset,… … Hofmann J. Lexicon universale
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του … Dictionary of Greek
σός — ή, όν, ΜΑ, και δωρ. τ. τεός, ή, όν, και βοιωτ. τ. αρσ. τιός και τ. ουδ. σούν, Α (κτητ. αντων. β προσ.) αυτός που ανήκει σε σένα, δικός σου («σὸς ἑταῑρος», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι για σένα ή από σένα (α. «εὐνοίᾳ... τῇ σῇ», Πλάτ. β. «σός τε… … Dictionary of Greek