-
1 καθάρειος
A cleanly, neat, tidy,τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Arist.Rh. 1381b1
: - ιώτατόν (v.l. -ειότατόν) ἐστιτὸ ζῷον (i.e. the bee) Id.HA 626a24;καθάρειοι ταῖς διαίταις D.S.5.33
( καθάριοι codd.); οἱ καθαρειότεροι decent, respectable men, Phld.Rh.2.150S., Hierocl. p.63A. (-ριώτ-, -ρώτ- codd., em. Meineke); of things,ἐὰν ἡ σκευασία καθάρ<ε>ιος ᾖ Men.Phasm.Fr.2
; καθαριώτερα (or - ειότερα)ὅπλα Plb. 11.9.5
; τὸ κ., daintiness, of food, Plu.2.663c; κ. ἄρτος white bread, Sammelb. 5730 (iv/v A.D., sg.), PMag.Lond.46.230 (pl.); βίος, δίαιτα καθάρειος, refined, Ath.3.74d, Carm.Aur.35; ( καθαρά codd.). Adv. - είως cleanly, tidily,ἐγχέουσιν X.Cyr.1.3.8
, cf. Posidon.15J., Dsc.1.44; neatly,κ. εἰργασμένος Ph.Bel.76.27
; clearly,ὑποδεῖξαι Plb.15.5.5
; also, frugally,μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Eub.110.1
, Ephipp.15.3, Nicostr.6.2;ἔχειν καθαρ<ε>ίως ἐγχελύδιον Amphis35
;μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς Str.3.3.6
; irreproachably, ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως (sic) AJA17.31 (Sardes, i B.C.).II Gramm. of language, pure, correct, ὄνομα Sch.Ar.Ach. 244; οἱ κ. purists, Archig. ap. Gal.8.578. [- ειος is written in Phld.Rh. l.c. ([comp] Comp.), PSI3.158.50 ([comp] Comp., iii A.D.), Phld.D.3.8, PMag.Lond. l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., Carm.Aur., Il.cc.: - ιος never.] - ειότης, later [full] καθᾰριότης, ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt.2.37, X.Mem.2.1.22; purity,διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist.EN 1176a1
, cf. 1177a26;τοῦ ἀέρος Thphr.Sens.48
; purity of language, Plu.Lyc.21, S.E. M.1.176.3 elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους.. [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu.2.693b, cf. 142a, Crass.3; opp. λιτότης, Hierocl. in CA17p.457M.; also, simplicity, frugality,τῆς διαίτης Plu.2.644c
; economy of movement in a surgeon's hand, ib.67e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρειος
-
2 καθαρτέος
A to be purged, Gal. 10.971.II [suff] κᾰθαρ-τέον, one must purge, Hp.Loc.Hom.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτέος
-
3 καθάρεσις
Aκαθάρισις, στέγας IG4.1484.293
(Epid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρεσις
-
4 καθάρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρευσις
-
5 καθαρευτέον
A one must keep oneself clean, τινος from a thing, Luc.Hist.Conscr.6;περὶ ἀφροδίσια Epict.Ench. 33.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρευτέον
-
6 καθαρεύω
A to be clean or pure, Pl.Phd. 58b, Lg. 759c, Phld.Lib.p.9O., Porph.Abst.4.6; of sifted grain, PPetr.2p.2 (iii B.C.): c. gen., to be clean or free from, ; [ κακιῶν] Phld.Rh.1.218S.;ἁμαρτημάτων Plu.Cat.Mi.24
;ὀνείδους Luc.Am. 22
; κ. πυρετοῦ to be free from fever, Gal.7.503: hence ἡμέραι -εύουσαι ibid.; κ. ἀπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ σώματος) Pl.Phd. 67a; κ. γνώμῃ to be pure or clean in mind, Ar.Ra. 355;περί τι Plb.6.56.15
.2 Rhet., of a writer, to be pure, correct in language,κ. τὴν διάλεκτον D.H. Lys.2
; οἱ καθαρεύοντες purists, Hdn.Gr.2.224.3 Gramm., to be preceded by a vowel, to be 'pure' (cf.καθαρός 1.5b
), A.D.Pron.99.24, Theodos.Can.p.70H.; contain a 'pure' syllable, Hdn.Gr.2.923, Id. ap.Eust.1859.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρεύω
-
7 καθαριεύω
A to be kaqa/rios, in [voice] Med., Alex.Aphr. Pr.2.53.II = καθαρεύω 3, Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.1.232, Theognost.Can.28, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαριεύω
-
8 καθαρίζω
A- ιῶ Ep.Hebr.9.14
:— cleanse,θυσιαστήριον LXXEx.29.36
, cf. Ev.Matt.23.25, Act.Ap.10.15; sift grain, PStrassb.2.11 (iii A.D.); prune away,περισσὰ βλαστήματα PLond.1.131r192
(i A.D.); clear ground of weeds, etc., PLips.111.12 (iv A.D.); keep a precinct clear,ἀπό τινων IG5(1).1390.37
(Andania, i B.C.):—in [voice] Med., [tense] fut. - ιοῦμαι, of the menses, Hp.Superf. 43.II of persons, purify,ἀπὸ ἁμαρτίας LXXSi.38.10
;ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ 2 Ep.Cor.7.1
;τὴν συνείδησιν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Ep.Hebr.9.14
; cleanse from leprosy, Ev.Matt.8.2 (and in [voice] Pass., of the disease, ib.3):—[voice] Pass., - ιζέστω ἀπὸ γυναικός κτλ. IG22.1366.4, cf. 1365.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρίζω
-
9 καθάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάριος
-
10 καθαριόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαριόω
-
11 καθάρισις
κᾰθάρ-ῐσις, εως, ἡ,= κάθαρσις, PHeid.1.6.18 (iv A.D.), v.l. in LXXLe.12.4,6, Aq.ibid.; cf. καθάρεσις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρισις
-
12 καθαρισμός
κᾰθαρ-ισμός, ὁ, later form for καθαρμός, LXXEx.29.36, Ev.Luc.2.22, Ev.Jo.2.6, Luc. Asin.22, PLond.2.168.11 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρισμός
-
13 καθαριστήριον
κᾰθαρ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαριστήριον
-
14 καθαριστής
A tree-pruner, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαριστής
-
15 καθαρός
κᾰθᾰρ-ός, ά, όν, [dialect] Dor. [full] καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr. 32c.1, [dialect] Aeol. [pref] κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:1 physically clean, spotless (not in Il.),εἵματα Od.6.61
, Archil.12, cf. E.Cyc.35, 562, etc.; of persons, cleanly,κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV 1250b28
, cf.Rh. 1416a23 (nisi leg. καθάριος).2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water, ;κ. ὕδατα E. Hipp. 209
(anap.);ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17
; (anap.);κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr. 229b
;οὖρον Hp.Epid.1.3
; ; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90;πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel. 867
;κ. ἄρτος Hdt.2.40
; of white bread, Wilcken Chr. 30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.;σῖτος X.Oec.18.8
;σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84
(a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed,πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11
(i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc.,σίδηρος Sammelb.4481.13
(v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.);ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30
; ; ; of feelings, unmixed,μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx. 245d
, cf. Thgn.89; serene, (lyr.).3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ ) in an open space,ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491
;ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61
, cf. Ph.2.535 ([comp] Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC 1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R. 520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132;ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5
; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr. 239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.);παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25
(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).b metaph., free, clear of debt, liability, etc.,κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14
(i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.);γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy. 633
(ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462;θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491
;ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136
; freq. free from guilt or defilement, pure, (anap.);καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35
, Antipho5.11, And.1.95;κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra. 405b
; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.; (ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu. 474, cf. S.OC 548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp. 654 (lyr.), E. IT 1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from..,κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11
; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R. 496d, Cra. 404a;ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht. 177a
;κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg. 864e
;Κόρινθον.. ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6
;κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26
, cf. D.C.37.24;κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8
; ceremonially pure, of food,ὄσπριον Hdt.2.37
; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg. 800d.4 of birth, pure, genuine,σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15
; πόλις E. Ion 673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach. 506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V. 1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av. 1549;κ. δοῦλος Antiph.9
(glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3;διάλεκτος Id.Dem.5
; so of writers, [Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2
; [Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4
; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf.καθαιρέω 11.5
).II Adv. purely,ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap. 121
, Hes.Op. 337: [comp] Comp.- ωτέρως Porph.Abst.2.44
.2 of birth,κ. γεγονέναι Hdt.1.147
;αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112
, cf.Luc.Rh. Pr.24.3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ.. καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62;κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c
.4 clearly, plainly, , cf. E.Rh.35 (anap.);λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4
;κ. γνῶναι Ar.V. 1045
, Pl.Phd. 66e; εἴσεσθαι ibid.;καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra. 426b
.5 of language, purely, correctly,- ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e
, cf. Luc.Im.15.6 entirely, Ar.Av. 591;κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71
W.;κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25
, cf. Cod.Just.1.4.34.9: [comp] Sup. - ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρός
-
16 καθαρότης
A purity of αἰθήρ as compared with ἀήρ, Pl.Phd. 111b: metaph., [ἡ σοφία] χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν κ. LXX Wi.7.24; ἡ τῶν εἰδῶν κ. Dam.Pr. 308; ἄμικτος καὶ ἀσύγχυτος κ. ibid.5 honesty, ἡ περὶ τὰ χρήματα κ. Plb.31.25.9; ἐπιείκεια καὶ κ. POxy.67.6 (iv A.D.); πίστις καὶ κ. Michel 545.18 (Phrygia, ii B.C.).6 purity, lucidity, of literary style, Sch.Hermog.in Rh.7.81W.7 as a title, Rectitude, Holiness, POxy.2110.16 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρότης
-
17 καθάρσιος
A cleansing from guilt or defilement, purifying,Ζεύς Hdt.1.44
, cf. Arist.Mu. 401a23, etc.; of Dionysus,μολεῖν καθαρσίῳ ποδί S.Ant. 1144
(lyr.); of sacrifice, , Th. 680; , IA 1112, J.AJ20.8.5, al.; ; : c. gen., [Λοξίας] δωμάτων κ. A.Eu.63;ἱερὰ κ. οἴκων E. HF 923
; also κ. φόνου cleansing from.., A.Eu. 578.II as Subst.,1 καθάρσιον (sc. ἱερόν), τό, purificatory offering, Aeschin. 1.23, cf. Phot.: pl., BMus.Inscr.481*.280: hence, expiation,καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Hdt.1.35
, cf. Jul.Or.2.58d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρσιος
-
18 κάθαρσις
A cleansing from guilt or defilement, purification, Hdt.1.35, Pl.Cra. 405a, etc.;κάθαρσις.. τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν Id.Phd. 67c
, cf. Sph. 227c (pl.); cleansing of the universe by fire, Zeno and Chrysipp.Stoic.2.184; cleansing of food by or before cooking, Diocl. Fr.138.2 clarification,φυσικῶν προβλημάτων Epicur.Ep.2p.36U.
; καθάρσεως δεῖται needs explanation, Phld.Lib.p.22O.II Medic., clearing off of morbid humours, etc., evacuation, whether natural or by the use of medicines (cf. Gal.17(2).358), Hp.Aph. 5.36, cf. Acut. (Sp.) 31, etc.; ἰατρικὴ κ. Pl.Lg. 628d; καθάρσεις, the menses in women, Hp.Aph.5.60;καθάρσεις καταμηνίων Arist. HA 572b29
; so κάθαρσις alone, Id.GA 775b5;κ. μετὰ τόκον Hp.
Aër. 7; ἡ ἐν τοῖς τόκοις κ. Arist.HA 574b4;κ. αἵματος αὐτομάτη μοι.. συνέβη D.54.12
.b τραγῳδία.. δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κ. Arist.Po. 1449b28, cf. Pol. 1341b38.IV winnowing of grain, in pl., PTeb.92.10 (ii B.C.);κ. πυροῦ PRyl.71.9
(i B.C.);τοῦ καρποῦ Ph.2.57
(sg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθαρσις
-
19 καθαρτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτήρ
-
20 καθαρτήριος
κᾰθαρ-τήριος, ον,II - τήριον (sc. φάρμακον), τό, drug which effects κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων, Hp.Mul.1.78; purgative, Aret.CA1.4, Gal.11.354; κ. κατωτερικόν Aet.16.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτήριος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… … Dictionary of Greek
Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 … Deutsch Wikipedia
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας … Dictionary of Greek
καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
κολαπτήρας — ο (Α κολαπτήρ, ῆρος) σιδερένιο εργαλείο τών γλυπτών με το οποίο γίνεται η σμίλευση, τού μαρμάρου, γλυφίδα, γλύφανο, σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάπτω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. καθαρ τήρ, καλυπ τήρ)] … Dictionary of Greek
κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] … Dictionary of Greek
μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek