-
1 stručný
σύντομος -
2 brief
σύντομος -
3 непродолжительный
σύντομος, λιγοήμεροςнепродолжи́тельное вре́мя — το μικρό διάστημα
-
4 короткий
1. (по длине) κοντός, βραχύς 2. (по времени) σύντομος, μικρός 3. (немногословный, краткий) σύντομος 4 (быстрый, решительный) γρήγορος, απότομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > короткий
-
5 скорый
1. (совершающийся с большой скоростью) γοργόςγρήγορος2. (способный к быстрым движениям или действиям) ταχύςγρήγοροςγοργός3. (протекающий в короткий срок) σύντομοςπροσεχής4. (такой, который должен наступить, спустя недолгий срок) σύντομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скорый
-
6 короткий
короткий κοντός, βραχύς σύντομος (краткий)' бег на \короткийие дистанции о δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας* на \короткийое время για λίγο καιρό* * *κοντός, βραχύς; σύντομος ( краткий)бег на коро́ткие диста́нции — ο δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας
на коро́ткое вре́мя — για λίγο καιρό
-
7 краткий
краткий в рази. знач. σύντομος· βραχύς· περιληπτικές (сжатый)' \краткий ответ η λακωνική απάντηση· \краткийое описание η σύντομη περιγραφή* * *в разн. знач.σύντομος; βραχύς; περιληπτικός ( сжатый)кра́ткий отве́т — η λακωνική απάντηση
кра́ткое описа́ние — η σύντομη περιγραφή
-
8 недалёкий
недалёкий 1) (о расстоянии) κοντινός, όχι μακρινός 2) (о времени) σύντομος, κοντινός* в \недалёкийом будущем προσεχώς· в \недалёкийом прошлом πρόσφατα* * *1) ( о расстоянии) κοντινός, όχι μακρινός2) ( о времени) σύντομος, κοντινόςв недалёком бу́дущем — προσεχώς
в недалёком про́шлом — πρόσφατα
-
9 скорый
скорый 1) (быстрый) γρήγορος, ταχύς 2) (близкий по времени) σύντομος, προσεχής; в \скорыйом времени σύντομα, σε λίγο ( καιρό); в \скорыйом будущем προσεχώς ◇ до \скорыйого свидания! καλή αντάμωση!* * *1) ( быстрый) γρήγορος, ταχύς2) ( близкий по времени) σύντομος, προσεχήςв ско́ром вре́мени — σύντομα, σε λίγο (καιρό)
в ско́ром бу́дущем — προσεχώς
••до ско́рого свида́ния! — καλή αντάμωση!
-
10 короткий
коро́тк||ийприл βραχύς, σύντομος:\короткий ответ ἡ λακωνική ἀπάντηση· \короткий путь ὁ σύντομος δρόμος· \короткийое дыхание τό λαχάνιασμα· \короткийие волосы τά κοντά μαλλιά· \короткийая волна радио τό βραχύ κϋμα· \короткийое замыкание эл. τό βραχυκύκλωμα· ◊ \короткийая память ἡ ἀδύνατη μνήμη· \короткийая расправа ἡ ΥΡήγορη τιμωρία· \короткийое знакомство ἡ στενή γνωριμία, οἱ φιλικές σχέσεις· быть с кем-л. на \короткийой ноге разг 'έχω στενές σχέσεις μέ κάποιον. -
11 краткий
кратк||ийприл1. σύντομος, βραχύς / λακωνικός (лаконичный):\краткийое изложение ἡ σύντομη ἔκθεση· в \краткийих словах περιληπτικά, ἐν περνλήψει· быть \краткийим εἶμαι σύντομος·2. лингв. βραχύς:\краткий гласный τό βραχύ φωνήεν. -
12 краткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко; кратчайший.σύντομος, βραχύς•-ая речь σύντομη ομιλία•
-ое описание σύντομη περιγραφή•
-ая биография σύντομη βιογραφία•
постараться быть -им θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.
εκφρ.- ие и долгие гласные – βραχέα και μακρά φωνήεντα•- ие прилагательные – βραχέα επίθετα•«Й» -ое – «ι» βραχύ (μισοφωνήεν). -
13 Short
adj.At so short a distance: P. διὰ τοσούτου.Concise: P. and V. σύντομος, βραχύς.Of stature: P. and V. μικρός, σμικρός.Deficient: P. and V. ἐνδεής, P. ἐλλιπής.Except: P. and V. πλήν (gen.).Less than: with numerals use participle, P. δέων (gen.).Come short, v.: P. ἐλασσοῦσθαι; see also lack.Come short of.Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).Fall short of, be inferior to: P. ἐλλείπειν (gen.), ὑστερίζειν (gen.), ὑστερεῖν (gen.), P. and V. ἡσσᾶσθαι (gen.), λείπεσθαι (gen.) (rare P.).They reflected how far they had fallen short of their covenant: P. ἐσκόπουν ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνθήκης (Thuc. 5, 42).If you persist in sitting idle, letting your zeal stop short at murmuring and commending: P. εἰ καθεδεῖσθε ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι καὶ ἐπαινέσαι σπουδάζοντες (Dem. 109).At short notice P. and V. φαύλως; see off-hand.In short: see Shortly.To sum up: P. ὅλως, P. and V. ἁπλῶς.Cut short, abridge, v.: P. and V. συντέμνειν.To cut a long story short: P. ἵνα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, συντέμω.Cut short, shorten: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.Short of breath: V. δύσπνους.Short comings, subs.: P. ἐλλείματα, τά.You will make up for your past short comings: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε (Dem. 42).Short cut: P. ἡ σύντομος (Xen.).By the shortest cut: P. τὰ συντομώτατα (Thuc. 2, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Short
-
14 kısa
κοντός, σύντομος, (ozet) σύντομος -
15 сжатый
I. 1. (уплотнённый давлением) συμπιεσμένος 2. (краткий, сокращенный) σύντομος. II.(с убранными хлебами) θερισμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сжатый
-
16 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
17 беглый
бе́гл||ыйприл1. (убежавший) δραπέτης, φυγάς;2. (быстрый, легкий) ταχύς, γοργός, εὐχερής:\беглыйое чтение ἡ εὐχέρεια στό διάβασμα;3. (поверхностный) βιαστικός, πρόχειρος, σύντομος:\беглыйое замечание ἡ σύντομη παρατήρηση; \беглыйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά; ◊ \беглыйый огонь воен. τό πυκνό πῦρ. -
18 конспектйвный
конспект||йвныйприл σύντομος, συνοπτικός, περιληπτικός. -
19 кратковременный
кратковременныйприл βραχύς, σύντομος, λιγόχρονος:\кратковременныйые дожди παροδικές (σποραδικές) βροχές. -
20 недалекий
недалек||ийприл1. (о расстоянии) μή μακρυνός, κοντινός:\недалекий путь ὁ κοντινός δρόμος·2. (о времени) ἐγγύς, σύντομος, κοντινός:в \недалекийом будущем στό ἐγγύς μέλλον, στό κοντινό μέλλον в \недалекийом прошлом στό πρόσφατο παρελθόν, πρό ὁλίγου καιρού·3. (о человеке) περιορισμένος, στενοκέφαλος, ὀλιγόμυαλος.
См. также в других словарях:
σύντομος — cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
σύντομος — η, ο επίρρ. α 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης: Σε σύντομο διάστημα έφτασε πολύ ψηλά. – Ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο. 2. βραχυλογικός: Διατυπώνει τα νοήματά του με σύντομες φράσεις. 3. αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: Για να μη σας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομον — σύντομος cut short masc/fem acc sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)