-
21 непродолжительный
непродолжи́тельныйприл βραχυχρόνιος, ὁλιγόχρονος, σύντομος. -
22 сжатый
сжат||ыйприл1. (о кулаке и т. п.) σφιγμένος·2. тех., физ. πεπιεσμένος·3. (краткий) σύντομος, λακωνικός, συνοπτικός:в \сжатыйой форме συνοπτικά. -
23 скорый
скор||ыйприл1. (быстрый) γοργός, γρήγορος, ταχύς:\скорый ход ἡ ταχυπορία· \скорыйыми шагами μέ γρήγορα βήματα·2. (близкий по времени) προσεχής, σύντομος:в \скорыйом времени σύντομα, σέ λίγον καιρό, ἐντός ὁλίγου, μετ' ὁλίγον ◊ \скорый поезд ἡ ταχεία (αμαξοστοιχία)· \скорыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· на \скорыйую ру́ку πρόχειρα, στά γρήγορα, στά πεταχτά· до \скорыйого свидания! καλή ἀντάμωση! -
24 сокращенный
сокращенн||ый1. прич. от сокращать·2. прил (сжатый) βραχύς, σύντομος, συνοπτικός. -
25 brief
[bri:f] 1. adjective(not long; short: a brief visit; a brief account.) σύντομος2. noun(a short statement of facts (especially in a lawsuit, of a client's case): a lawyer's brief.) δικογραφία3. verb(to give detailed instructions to (especially a barrister, group of soldiers etc): The astronauts were briefed before the space mission.) ενημερώνω, δίνω οδηγίες- briefing- briefly
- briefs
- brevity
- briefcase
- in brief -
26 short
[ʃo:t] 1. adjective1) (not long: You look nice with your hair short; Do you think my dress is too short?) κοντός2) (not tall; smaller than usual: a short man.) κοντός3) (not lasting long; brief: a short film; in a very short time; I've a very short memory for details.) σύντομος4) (not as much as it should be: When I checked my change, I found it was 20 cents short.) λειψός,λιγότερος5) ((with of) not having enough (money etc): Most of us are short of money these days.) στερούμενος(χρημάτων)6) ((of pastry) made so that it is crisp and crumbles easily.) σφολιάτα2. adverb1) (suddenly; abruptly: He stopped short when he saw me.) απότομα2) (not as far as intended: The shot fell short.) λίγο παραπέρα•- shortage
- shorten
- shortening
- shortly
- shorts
- shortbread
- short-change
- short circuit
- shortcoming
- shortcut
- shorthand
- short-handed
- short-list 3. verb(to put on a short-list: We've short-listed three of the twenty applicants.) βάζω(υποψήφιο)στον τελικό κατάλογο επιλογής- short-range
- short-sighted
- short-sightedly
- short-sightedness
- short-tempered
- short-term
- by a short head
- for short
- go short
- in short
- in short supply
- make short work of
- run short
- short and sweet
- short for
- short of -
27 короткий
[καρότκιϊ] εκ. βραχύς, σύντομος -
28 краткий
[κράτκιϊ] επ. σύντομος -
29 кратковременный
[κρατκαβριέμιννυϊ] επ. σύντομος -
30 краткий
[κράτκιϊ] επ. σύντομος -
31 кратковременный
[κρατκαβριέμιννυϊ] επ. σύντομος -
32 короткий
[καρότκιϊ] επ βραχύς, σύντομος -
33 краткий
[κράτκιϊ] επ σύντομος -
34 кратковременный
[κρατκαβριέμιννυϊ] επ σύντομος -
35 краткий
[κράτκιϊ] επ σύντομος -
36 кратковременный
[κρατκαβριέμιννυϊ] επ σύντομος -
37 воробьиный
επ.σπουργίτικος, του σπουργίτη•-ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη•
-ая стая σμήνος σπουργιτών.
ουσ. πλθ. -ые τα σπιζιδή.εκφρ.- ая ночь – α) νύχτα θυελλώδικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με αστραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα•короче -го носа – βραχύτερος κι από τη μύτη (ράμφος) του σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος). -
38 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
39 маленький
επ.1. μικρός•маленький дом μικρό σπίτι.
|| κοντός•-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•маленький человек κοντός άνθρωπος.
|| σύντομος•-ая речь μικρός λόγος (ομιλία).
|| ολιγάριθμος•маленький отряд μικρό τμήμα.
2. άσημος, ασήμαντος•-ая роль μικρός ρόλος•
-ая перемена μικρή αλλαγή•
я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.
3. ανήλικος•-ие дети μικρά! παιδιά.
ουσ. -ий, -ая μικρός•маленький плачет το μικρό κλαίει•
-ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.
εκφρ.по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός. -
40 небольшой
επ.,.1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•-ая комната μέτριο δωμάτιο.
|| ολιγάριθμος•небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•
небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.
|| (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•небольшой срок μικρή προθεσμία.
2. ασήμαντος•-ая польза μικρή ωφέλεια•
-ая беда μικρό κακό.
|| μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.
3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.
εκφρ.с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•за -им д-лом – βλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом).
См. также в других словарях:
σύντομος — cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
σύντομος — η, ο επίρρ. α 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης: Σε σύντομο διάστημα έφτασε πολύ ψηλά. – Ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο. 2. βραχυλογικός: Διατυπώνει τα νοήματά του με σύντομες φράσεις. 3. αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: Για να μη σας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομον — σύντομος cut short masc/fem acc sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)