-
41 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. -
42 недолгий
επ., βρ: -долог, -долга, -долго; μικρός, κοντός, σύντομος, βραχύς•-ое время σύντομο χρονικό διάστημα•
после -ого колебания ύστερα από μικρή ταλάντευση.
-
43 непродолжительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оμικρής διάρκειας- λιγόχρονος, βραχυχρόνιος, σύντομος•непродолжительный отпуск άδεια μικρής διάρκειας•
в течение -ого времени σε σύντομο χρονικό διάστημα•
-ое счастье εφήμερη ευτυχία.
-
44 односложный
επ., βρ: односложный жен, -жна, -жно.1. μονοσύλλαβος•-ые слова μονοσύλλαβες λέξεις.
2. μτφ. σύντομος, λακωνικός. -
45 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
46 сводный
επ.1. συνοπτικός, σύντομος•-ая афиша συνοπτική αψίσα•
-ые данные πληροφοριακά στοιχεία.
|| συνυφής, συνυφασμένος• συναρμοσμένος. || μεικτός, συμμιγής•сводный отряд μεικτό τμήμα.
2. ετεροθαλής•-брат ετεροθαλής αδερφός, μηλαδέρφι•
-ая сестра ετεροθαλής αδερφή, μηλαδέρφι.
-
47 скорый
επ., βρ: скор, -а, -о.1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•скорый шаг γοργό βήμα•
-ое движение γρήγορη κίνηση•
скорый поезд ταχεία αμαξοστοιχία•
он скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα).
|| ανυπόμονος, βιαστικός.2. προσεχής, σύντομος•в -ом времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο;•
до -го свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε.
εκφρ.- ая помощь – α) πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; скорый κ. скор на ногу ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: скорый κ. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δουλειά, β) καβγατζής•на -ую руку – στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά. -
48 скупой
επ., βρ: скуп, -а, -о.1. επ. κ. ουσ. τσιγκούνης, φιλάργυρος, τσιφούτης.2. επ. μτφ. γλίσχρος, πενιχρός, φτωχός•скупой подарок πενιχρό δώρο: -ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος.
|| αδύνατος, ισχνός•скупой свет αδύνατο φως.
|| σύντομος, λιγόλογος•-ое письмо λιγόλογο γράμμα.
3. μτφ. φειδωλός, εγκρατής, μετριοπαθής•скупой на похвалы φειδωλός σε επαίνους.
-
49 сокращённый
επ. από μτχ.σύντομος, συνοπτικός, βραχύς. || μειωμένος, ελαττωμένος. || συντετμημένος•-ое слово συντετμημένη λέξη.
-
50 телеграфный
επ.1. τηλεγραφικός•-ые столбы τηλεγραφικοί στύλοι•
-ая лента τηλεγραφική ταινία•
-ая связь τηλεγραφική σύνδεση (επικοινωνία).
2. σύντομος, λακωνικός•писать -ым стилем γράφω λακωνικά.
εκφρ.- ое агенство – τηλεγραφικό πρακτορείο. -
51 Abbreviated
adj.P. and V. σύντομος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abbreviated
-
52 Abridged
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abridged
-
53 Brief
subs.Hold a brief for: see Advocate.——————adj.Brief of speech: P. βραχύλογος.Concise: P. and V. σύντομος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brief
-
54 Compendious
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compendious
-
55 Compressed
adj.Shortened: P. and V. σύντομος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compressed
-
56 Concise
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Concise
-
57 Contracted
adj.Abridged: P. and V. σύντομος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Contracted
-
58 Curt
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Curt
-
59 Cut
v. trans.P. and V. τέμνειν, κόπτειν.Hew: P. and V. τέμνειν, κόπτειν, ἐκτέμνειν, V. κείρειν.Cut a road or canal: P. τέμνειν.met., affect deeply: P. and V. δάκνειν.met., curtail: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.Cut clean off.: P. and V. ἀποκαυλίζειν (Thuc. 2, 76).Intercept: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.Cut off by a wall: P. ἀποικοδομεῖν (acc.).Shut out: P. and V. ἀποκλῄειν.Cut open: P. διακόπτειν (used of cutting open a lip, Dem. 1259).Cut out: P. and V. ἐκτέμνειν.Interrupt a person speaking: P. ὑπολαμβάνειν, Ar. ὑποκρούειν; see Interrupt.Cut through enemy's ranks, etc.: P. διακόπτειν (acc.) (Xen.).Carve: V. κρεοκοπεῖν, ἀρταμεῖν.Cut up small: P. κερματίζειν.——————adj.Cut off: V. τομαῖος.——————subs.Slice: Ar. τόμος, ὁ, P. τμῆμα, τό (Plat.), περίτμημα, τό (Plat.).Blow: P. and V. πληγή, ἡ, V. τομή, ἡ.Wound: P. and V. τραῦμα, τό.If the cut be deep: P. εἰ βαθὺ τὸ τμῆμά (ἐστι) (Plat., Gorg. 476C).Short cut: Ar. ἀτραπὸς σύντομος, ἡ.By the shortest cut: P. τὰ συντομώτατα (Thuc. 2, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cut
-
60 Docked
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Docked
См. также в других словарях:
σύντομος — cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
σύντομος — η, ο επίρρ. α 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης: Σε σύντομο διάστημα έφτασε πολύ ψηλά. – Ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο. 2. βραχυλογικός: Διατυπώνει τα νοήματά του με σύντομες φράσεις. 3. αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: Για να μη σας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομον — σύντομος cut short masc/fem acc sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)