-
1 краткий
краткий в рази. знач. σύντομος· βραχύς· περιληπτικές (сжатый)' \краткий ответ η λακωνική απάντηση· \краткийое описание η σύντομη περιγραφή* * *в разн. знач.σύντομος; βραχύς; περιληπτικός ( сжатый)кра́ткий отве́т — η λακωνική απάντηση
кра́ткое описа́ние — η σύντομη περιγραφή