-
1 Short
adj.At so short a distance: P. διὰ τοσούτου.Concise: P. and V. σύντομος, βραχύς.Of stature: P. and V. μικρός, σμικρός.Deficient: P. and V. ἐνδεής, P. ἐλλιπής.Except: P. and V. πλήν (gen.).Less than: with numerals use participle, P. δέων (gen.).Come short, v.: P. ἐλασσοῦσθαι; see also lack.Come short of.Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).Fall short of, be inferior to: P. ἐλλείπειν (gen.), ὑστερίζειν (gen.), ὑστερεῖν (gen.), P. and V. ἡσσᾶσθαι (gen.), λείπεσθαι (gen.) (rare P.).They reflected how far they had fallen short of their covenant: P. ἐσκόπουν ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνθήκης (Thuc. 5, 42).If you persist in sitting idle, letting your zeal stop short at murmuring and commending: P. εἰ καθεδεῖσθε ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι καὶ ἐπαινέσαι σπουδάζοντες (Dem. 109).At short notice P. and V. φαύλως; see off-hand.In short: see Shortly.To sum up: P. ὅλως, P. and V. ἁπλῶς.Cut short, abridge, v.: P. and V. συντέμνειν.To cut a long story short: P. ἵνα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, συντέμω.Cut short, shorten: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.Short of breath: V. δύσπνους.Short comings, subs.: P. ἐλλείματα, τά.You will make up for your past short comings: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε (Dem. 42).Short cut: P. ἡ σύντομος (Xen.).By the shortest cut: P. τὰ συντομώτατα (Thuc. 2, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Short
-
2 короткий
короткий κοντός, βραχύς σύντομος (краткий)' бег на \короткийие дистанции о δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας* на \короткийое время για λίγο καιρό* * *κοντός, βραχύς; σύντομος ( краткий)бег на коро́ткие диста́нции — ο δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας
на коро́ткое вре́мя — για λίγο καιρό
-
3 краткий
краткий в рази. знач. σύντομος· βραχύς· περιληπτικές (сжатый)' \краткий ответ η λακωνική απάντηση· \краткийое описание η σύντομη περιγραφή* * *в разн. знач.σύντομος; βραχύς; περιληπτικός ( сжатый)кра́ткий отве́т — η λακωνική απάντηση
кра́ткое описа́ние — η σύντομη περιγραφή
-
4 краткий
кратк||ийприл1. σύντομος, βραχύς / λακωνικός (лаконичный):\краткийое изложение ἡ σύντομη ἔκθεση· в \краткийих словах περιληπτικά, ἐν περνλήψει· быть \краткийим εἶμαι σύντομος·2. лингв. βραχύς:\краткий гласный τό βραχύ φωνήεν. -
5 Low
v. intrans.——————subs.Of cattle: V. μύκημα, τό.——————adj.As opposed to high: P. and V. βραχύς.Level: P. ὁμαλός, V. λευρός. P. and V. πεδιάς, ἡ (Plat. but rare P.).Small: P. and V. μικρός, σμικρός.Of degree, rank, etc.: P. and V. ταπεινός, ἀδόκιμος, φαῦλος, ἀφανής, ἀνώνυμος. P. ἄδοξος, V. βραχύς, βαιός, ἄσημος; see Mean.Of price: P. εὔωνος, εὐτελής.Of sound: P. and V. λείας.Speak low: see Whisper.Base, dishonourable: P. and V. αἰσχρός, κακός, πονηρός, φαῦλος, μοχθηρός, κακοῦργος, ἀνάξιος, Ar. and P. ἀγεννής.Bring low, v.: P. and V. καθαιρεῖν, καταβάλλειν, συστέλλειν, κολούειν, P. ταπεινοῦν, Ar. and V. ἰσχναίνειν, V. κατισχναίνειν, κλίνειν, καταρρέπειν.Be brought low: also P. and V. κάμπτεσθαι (Plat.).Have a low opinion of: see Despise.Lay low: see bring low.One word will lay you low: V. ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σʼ ἔπος (Eur., Med. 585).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Low
-
6 Petty
adj.Small-minded: P. μικρόψυχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Petty
-
7 Slight
subs.Insult: P. and V. ὕβρις, ἡ.Contempt: P. ὀλιγωρία, ἡ.——————v. trans.Despise P. and V. καταφρονεῖν (acc. or gen.), ὑπερφρονεῖν (acc. or gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), Ar. and V. ἀποπτύειν.Neglect, disregard: P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι (acc.), ἐν εὐχερεῖ τίθεσθαι (acc.); see Disregard.——————adj.Slender: Ar. and P. λεπτός.Small in stature: P. and V. μικρός, σμικρός, βραχύς.Not worth speaking of: P. οὐκ ἄξιος λόγου.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slight
-
8 короткий
1. (по длине) κοντός, βραχύς 2. (по времени) σύντομος, μικρός 3. (немногословный, краткий) σύντομος 4 (быстрый, решительный) γρήγορος, απότομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > короткий
-
9 мачта
ο ιστ/ός, το κατάρτιкрепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδεςбизань - του επιδρομίσκου, η μετζάναзаваливающаяся мор. - σπαστός -запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτουкороткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта
-
10 тонна
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тонна
-
11 центнер
ο στατήρας. длинный - μακρύς - (βρετανικός, που ισούται με 50,8023 κιλά)короткий - βραχύς - (αμερικάνικος, πουισούται με 45,3592 κιλά)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > центнер
-
12 короткий
коро́тк||ийприл βραχύς, σύντομος:\короткий ответ ἡ λακωνική ἀπάντηση· \короткий путь ὁ σύντομος δρόμος· \короткийое дыхание τό λαχάνιασμα· \короткийие волосы τά κοντά μαλλιά· \короткийая волна радио τό βραχύ κϋμα· \короткийое замыкание эл. τό βραχυκύκλωμα· ◊ \короткийая память ἡ ἀδύνατη μνήμη· \короткийая расправа ἡ ΥΡήγορη τιμωρία· \короткийое знакомство ἡ στενή γνωριμία, οἱ φιλικές σχέσεις· быть с кем-л. на \короткийой ноге разг 'έχω στενές σχέσεις μέ κάποιον. -
13 кратковременный
кратковременныйприл βραχύς, σύντομος, λιγόχρονος:\кратковременныйые дожди παροδικές (σποραδικές) βροχές. -
14 сокращенный
сокращенн||ый1. прич. от сокращать·2. прил (сжатый) βραχύς, σύντομος, συνοπτικός. -
15 короткий
[καρότκιϊ] εκ. βραχύς, σύντομος -
16 короткий
[καρότκιϊ] επ βραχύς, σύντομος -
17 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
18 короткополый
επ., βρ: -пол, -а, -оκοντός, βραχύς (για ένδυμα). -
19 краткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко; кратчайший.σύντομος, βραχύς•-ая речь σύντομη ομιλία•
-ое описание σύντομη περιγραφή•
-ая биография σύντομη βιογραφία•
постараться быть -им θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.
εκφρ.- ие и долгие гласные – βραχέα και μακρά φωνήεντα•- ие прилагательные – βραχέα επίθετα•«Й» -ое – «ι» βραχύ (μισοφωνήεν). -
20 куцый
επ.1. κολοβός, κουτσονούρης. || κοντόουρος.2. μικρός, κοντός, βραχύς•куцый пиджак κοντό σακκάκι.
3. μτφ. κολοβωμένος, κουτσουρεμένος, ακρωτηριασμένος•-ые свободы κουτσουρεμένες ελευθερίες•
-ая конституция ακρωτηριασμένο (πολιτικό) σύνταγμα.
|| ανεπαρκής, ελλειπής, λειψός.
См. также в других словарях:
βραχύς — short masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βραχίω — βραχύς short neut acc comp pl (ionic) βραχύς short neut nom comp pl (ionic) βραχύς short masc/fem acc comp sg (ionic) βραχί̱ω , βραχύς short neut acc comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short neut nom comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχέα — βραχύς short neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραχέᾱ , βραχύς short fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραχύς short fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτάτων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτάτως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτέρων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτέρως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)