-
1 εφαρμόζω
-
2 ἐφαρμόζω
-
3 εφαρμοζω
атт. ἐφαρμόττω, дор. ἐφαρμόσδω (aor. ἐφήρμοσα)1) прикреплять, присоединять(ἀκριδοθήραν σχοίνῳ Theocr.)
λόγων πίστιν ἐφαρμόσαι Soph. — (в дополнение к чему-л. точно передать чьи-л.) слова2) надевать(κόσμον χροΐ Hes.)
; med. надевать на себя(δούλαν ζεῦγλαν Anth.)
3) прилаживать, приспособлять, приноравливать, приводить в соответствие(τί τινι Arst., Luc., τι ἐπί τινος и ἐπί τι Arst., τι ἔς τινα Luc.)
ἐ. δαπάνας ταῖς προσόδοις Xen. — сообразовать расходы с доходами;λύπῃ μέτρον ἐφαρμόσασθαι Anth. — умерить свою печаль4) быть (хорошо) прилаженным, находиться в соответствии, гармонировать(τινί Hom., Arst., Plut., ἐπί τινος и ἐπί τι Arst. и πρός τι Plut.)
πειρήθη ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσιν Ἀχιλλεύς, εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Hom. — Ахилл примерил на себе доспехи, (чтобы убедиться), впору ли они ему -
4 εφαρμόζω
1. μετ.1) прилаживать, приспосабливать; пригонять, подгонять; 2) применять, вводить в употребление; внедрять; осуществлять, реализовать;εφαρμόζω στην πράξη — применять на практике;
εφαρμόζω στην παραγωγή — внедрить в производство;
3) тех собирать, монтировать;2. αμετ. 1) подходить, годиться;δεν εφαρμόζει το κλαδί — ключ не подходит;
2) сидеть, облегать (об одежде);αυτό το φόρεμα εφαρμόζει καλά στο σώμα — это платье хорошо облегает фигуру
-
5 εφαρμόζω
[эфармозо] р. прилаживать, применять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εφαρμόζω
-
6 ἐφαρμόζω
V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 11,10 -
7 εφαρμόζω
[эфармозо] ρ прилаживать, применять. -
8 ἐφαρμόζω
I intr., fit on or to,πειρήθη δ' ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι.. εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Il.19.385
(unless trans.).2 to be adapted or capable of adaptation to, τινι Arist.APo. 88a33, Pol. 1276b25, al.; , al.; ἐπί τι ib. 228b25, al.;ὁ.. μάλιστ' ἂν ἐφαρμόσας πολίτης ἐπὶ πάντας τοὺς.. πολίτας Id.Pol. 1275a33
: abs., ὁ λόγος οὐκ ἐ. Id.Cael. 308b2, etc.; tally, Id.Resp. 474a10: Geom., coincide,ἐπί τι Euc. 1.4
, Archim.Con.Sph.18: c. dat., ibid., Papp.244.9:—[voice] Pass., c. dat., Plot.4.4.23.II trans., fit one thing on to another,οἱ χροῒ κόσμον Hes.Op.76
;τοὔνομ'.. ἐλεγείῳ Critias 4
D.; σχοίνῳ [ τοὺς ἀνθέρικας] Theoc.1.53:—[voice] Med.,ζεῦγλαν ἐφηρμόσατο AP9.19
(Arch.).b Geom., in [voice] Pass., of a figure, to be applied to another figure,ἐπί τι Euc.1.4
, Archim.Aequil.Prooem.;γραμμὴ γραμμῇ Plot.2.7.1
.2 suit, accommodate,τὰς δαπάνας ταῖς προσόδοις X.Ages.8.8
;τοὺς λόγους τοῖς προσώποις D.H.Lys.13
; λόγῳ μέλη καὶ μέτρα καὶ ῥυθμούς, Plu.2.769c, cf. Orph.A. 1001; apply, ; refer,τι ἔς τινα Luc.Pisc.38
; λόγων τε πίστιν.. ἐφαρμόσαι to add fitting assurance, S.Tr. 623:—[voice] Med., (Agath.), cf. 10.26 (Luc.):—[voice] Pass., adapt oneself to, τινι Epic. ap. Clearch.47, cf. Antig.Mir.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφαρμόζω
-
9 ἐφαρμόζω
ἐφ - αρμόζω, aor. opt. ἐφαρμόσσειε: intr., fit, suit, Il. 19.385†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐφαρμόζω
-
10 ἐφαρμόζω
ἐφ-αρμόζω, daran, darauf passen, fügen; λόγων τε πίστιν ὧν ἔχειςἐφαρμόσαι, die Rede beglaubigen; ταῠτα τοῖς ὑπὸ σοῦ λεγομένοις, damit vergleichen; τὶ ἔς τινα, auf einen beziehen; ἐφαρμοστέον, man muß anpassen. Intr., daraufpassen, bequem sein; πρὸς πάντα τὰ τοῦ βίου πράγματα ἐφαρμόζειν δυνήσεται, wird sich in alle Lebensverhältnisse schicken können; sich fügen in etwas -
11 εφαρμόζω
appliquer -
12 εφαρμόζω
1) aplikować czas.2) nakładać czas.3) przyłożyć czas.4) stosować czas.5) używać czas.6) zastosować czas. -
13 εφαρμόζω
1) aplikovat2) použít3) používat4) přiložit -
14 εφαρμόζω
1) administer2) applyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εφαρμόζω
-
15 στρώνω, σκεπάζω, ντύνω, εφαρμόζω
[απουβάτ’] ρ (υ)ποδένω -
16 вделать
εφαρμόζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вделать
-
17 aplikować
εφαρμόζω -
18 внедрить
εφαρμόζωεισάγωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > внедрить
-
19 практиковать
εφαρμόζω στην πράξη, (εξ)ασκώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > практиковать
-
20 εφαρμόξει
ἐφαρμόζωfit on: aor subj act 3rd sg (attic epic)ἐφαρμόζωfit on: fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)ἐφαρμόζωfit on: fut ind act 3rd sg (attic doric aeolic)ἐφᾱρμόξει, ἐφαρμόζωfit on: futperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἐφᾱρμόξει, ἐφαρμόζωfit on: futperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐφαρμόζω — fit on pres subj act 1st sg ἐφαρμόζω fit on pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαρμόζω — εφαρμόζω, εφάρμοσα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — εφάρμοσα, εφαρμόστηκα, εφαρμοσμένος 1. μτβ., συναρμόζω, ταιριάζω κάτι: Εφαρμόζω το κάλυμμα στο δοχείο. 2. μτφ., πραγματοποιώ, θέτω σε εφαρμογή. 3. αμτβ., εφαρμόζομαι, ταιριάζω, πηγαίνω καλά: Το εξάρτημα δεν εφαρμόζει στο μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφαρμόξει — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd sg (attic epic) ἐφαρμόζω fit on fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd sg (attic doric aeolic) ἐφᾱρμόξει , ἐφαρμόζω fit on futperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφᾱρμόξει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόζῃ — ἐφαρμόζω fit on pres subj mp 2nd sg ἐφαρμόζω fit on pres ind mp 2nd sg ἐφαρμόζω fit on pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόσατε — ἐφαρμόζω fit on aor imperat act 2nd pl ἐφᾱρμόσατε , ἐφαρμόζω fit on aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόσουσι — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd pl (epic) ἐφαρμόζω fit on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόσουσιν — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd pl (epic) ἐφαρμόζω fit on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόττῃ — ἐφαρμόζω fit on pres subj mp 2nd sg (attic) ἐφαρμόζω fit on pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on pres subj act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηρμοσμένα — ἐφαρμόζω fit on perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐφηρμοσμένᾱ , ἐφαρμόζω fit on perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἐφηρμοσμένᾱ , ἐφαρμόζω fit on perf part mp fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)