Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποκλίνω

См. также в других словарях:

  • υποκλίνω — ΜΑ βλ. υποκλίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ὑποκλίνω — ὑποκλί̱νω , ὑποκλίνομαι aor subj act 1st sg ὑποκλί̱νω , ὑποκλίνομαι pres subj act 1st sg ὑποκλί̱νω , ὑποκλίνομαι pres ind act 1st sg ὑποκλί̱νω , ὑποκλίνομαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • уклонитися — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ἐκκλίνειν) уклоняться, избегать;… …   Словарь церковнославянского языка

  • καθυποκλίνω — (Α) (επιτατ. τού υποκλίνω) 1. κλίνω κάτι εντελώς προς τα κάτω 2. μέσ. καθυποκλίνομαι υποτάσσω τον εαυτό μου σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο κλίνω] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • προσυποκλίνω — Α [ὑποκλίνω] τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο δίνοντας του κλίση («προσυποκλίνειν τοῑς μηροῑς τὰ γόνατα», Παύλ. Αιγ.) …   Dictionary of Greek

  • υποκλίνομαι — ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ μέσ. 1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να τού εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση 2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι νεοελλ. μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • υπόκλιση — η / ὑπόκλισις, ίσεως, ΝΑ [ὑποκλίνω, ομαι] (ως χαιρετισμός) η προς τα εμπρός κλίση τού σώματος και τής κεφαλής σε ένδειξη σεβασμού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»