-
1 καθήσω
καθίημιlet fall: fut ind act 1st sg -
2 негде
негде: \негде сесть δεν υπάρχει θέση· мне \негде сесть δεν έχω πού να καθήσω* * *не́где сесть — δεν υπάρχει θέση
мне не́где сесть — δεν έχω πού να καθήσω
-
3 καθιημι
ион. κᾰτίημι (fut. καθήσω, aor. καθῆκα - эп. καθέηκα, pf. καθεῖκα, inf. aor. καθεῖναι, part. καθείς; med.: praes. καθίεμαι, fut. καθήσομαι, aor. καθείμην, pf. καθεῖμαι)1) посылать (вниз), сбрасывать, свергать(κεραυνὸν χαμᾶζε, ὑψόθεν ἐέρσας Hom.; ὅπλα εἰς ἅλα Eur.)
2) опускать, бросать, забрасывать(ἄγκυραν Her.; δίκτυα Arst.; ὀθόνην ἐπὴ τῆς γῆς NT.)
σκῶμμα ἐπί τινα κ. Luc. — отпустить шутку на чей-л. счет;κ. τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὴ τέν γῆν Plat. — спустить ноги с кровати на землю;κ. τὰς κώπας Thuc. — бросить весла, перестать грести;κ. δόρατα (тж. εἰς προσβολήν) Xen. — опустить копья для атаки, т.е. взять на изготовку;κ. γνώμας Arph. — опускать (в урну, т.е. подавать) голоса3) погружать(κοντόν ἐς τέν λίμνην Her.; τινὰ εἰς ὕπνον Eur.)
κ. ἑαυτόν — погружаться, опускаться, бросаться (εἰς ἅλα Eur.; εἰς τὸ βαθύ Arst.)4) лить, выливатьσπονδὰς κ. Eur. — совершать возлияния;
οἶνον λαυκανίης κ. Hom. — проглотить вино5) med. пускаться, направляться, идти войной(ἐς πᾶσαν τέν Ἑλλάδα Her.)
6) распускать(κόμας εἰς ὤμους Eur.)
7) отпускать, отращивать(πώγωνα Arph., med. Plut.)
καθειμένος βοστρύχους Luc. — с ниспадающими кудрями8) (sc. ἑαυτόν) спускаться(μέχρι τοῦ μέσου Plat.)
9) опускаться(ἐς γόνυ Plut.)
10) продолжать, протягивать, проводить, доводитьοὐ καθεῖτο τὰ τείχη ὥσπερ νῦν Thuc. — стены не были доведены до того места, где они теперь;
ὄρη πρὸς τέν θάλατταν καθειμένα Plat. — горы, простирающиеся до моря11) (вы)пускать на арену, посылать на состязание(ἅρματα ἑπτά Thuc.; ζεύγη Isocr.)
12) представлять на конкурс, ставить на сцену(τέν πρώτην διδασκαλίαν Plut.)
13) выставлять, выдвигать(πρόφασιν Arph.)
14) (sc. ἑαυτόν) принимать участие, вступать(εἰς ἀγῶνα Plut.; ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc.)
-
4 αντικρύ
αντίκρυ, αντίκρυ(ο) επίρρ. против, напротив; на противоположной стороне;θα καθήσω αντικρύ σου — я сяду против тебя
-
5 негде
επίρ.1. δεν υπάρχει μέρος•негде сесть δεν υπάρχει μέρος να καθήσω•
ему негде жить αυτός δεν έχει που να ζήσει•
яблоку негде упасть (για συνωστισμό) δεν πέφτει μήλο.
2. πουθενά, ουδαμού, από που•негде достать πουθενά δεν μπορώ να φτάσω (να βρω)•
мне негде взять деньги εγώ δεν έχω από που να πάρω χρήματα.
3. παλ. κάπου. -
6 некогда
-
7 καθίημι
A (lyr.): [tense] aor. 1 καθῆκα, [dialect] Ep.καθέηκα Il.24.642
: [ per.] 2 dual [tense] aor. 2 : [tense] pf.καθεῖκα Lysipp.1
, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [ κεραυνὸν]..ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134
; ; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72;λαῖφος καθήσειν A.Eu.
l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr. 1011; κοντὸν ἐς [ τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195;ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel. 1614
; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; (so metaph.τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46
); ;νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba. 706
; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj. 1285;ἄγκυραν Hdt. 7.36
; ; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound,οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete. 351a13
: Medic., [ αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε ( παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V. 174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba. 695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec. 100, cf. Th. 841, Arr.Epict.2.23.21 ([voice] Pass.,τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27
;πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10
;τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10
); [ αἱ ὄϊες]μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA 596a24
([voice] Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 ([voice] Pass.,καθεῖτο τείχη 4.103
); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, ; ; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec. 561; ; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF 1006;εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27
; [ πώλους]ἐς λειμώνων Χλόην E.IA 423
; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς.. let them march into.., Plb.3.70.11;εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7
; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—[voice] Pass., stretch down seawards,ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti. 118a
;ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U.
, cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu. 552 ([voice] Pass.);διδασκαλίαν Plu.Cim.8
; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι.. γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec. 397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4;κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38
; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—[voice] Pass., to be put in motion, .II intr., swoop down like a wind,λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq. 430
; of rivers, run down,ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e
; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίημι
-
8 συγκαθίημι
A :— let down with or together, deposit together, κόσμον l.c.; αὑτὴν ς. let oneself down, lower oneself, ; ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν threw himself into it along with her, Plu.2.163c; insert together with,ἄγκιστρον τῷ δακτύλῳ Heliod.
ap. Orib.44.14.3. cf. Dsc.2.76, 5.40; σ. Μούσας τοῖς Βατράχοις bring them upon the stage at the same time with.., Arg.2 S.OC:—[voice] Pass., stoop down and enter, εἰς τόπον, of an ambush, Plb.8.24.4.2 stoop, condescend, accommodate oneself,οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Pl.R. 563a
;εἰς.. D.H.6.56
, etc.: abs., Pl.Prt. 336a, Tht. 168b; εἰς τὰ ἀναγκαῖα cj. in Epicur.Sent.Vat.44.3 of a seller, σ. τῇ τιμῇ come down in price, Lync. ap. Ath.7.313f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαθίημι
См. также в других словарях:
καθήσω — καθίημι let fall fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek