-
1 συμπεριφέρομαι
(αόρ. συμπεριφέρθηκα) относиться; обходиться, обращаться; вести себя;μου συμπεριφέρθηκεκαλά — он отнёсся ко мне хорошо;
συμπεριφέρομαι ως φίλος (εχθρός) — обходиться как с другом (врагом);
μάθε να συμπεριφέρεσαι — научись вести себя
-
2 συμπεριφέρομαι
συμπεριφέρωcarry round along with: pres ind mp 1st sg -
3 συμπεριφέρομαι
[симпэрифэромэ] ρ поведение, манеры. -
4 συμπεριφέρομαι
davranmak, tavır -
5 συμπεριφέρομαι
behaveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμπεριφέρομαι
-
6 συναπάγω
II [voice] Pass., τοὺς συναπαχθέντας ἡμῖν γεωργούς arrested with us, PCair.Zen.640.14 (iii B.C.).2 metaph., to be led away likewise, Ep.Gal.2.13, 2 Ep.Pet. 3.17.3 = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω 11.3
), Ep.Rom.12.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπάγω
-
7 σωλήν
σωλήν, - ῆνοςGrammatical information: m.Meaning: `pipe, channel' (Ion., Archil., hell. a. late). `grooved tile' (hell. inscr.); name of a crustacean, `razor-fish' (Dor. a. Att. com., Arist. a.o.; Thompson Fishes s.v.).Compounds: As 1. member a.o. in σωληνο-ειδής `pipe-shaped' (Aen. Tact. a.o.); on σωληνο-θήρας, - κέντης also Fraenkel Nom. ag. 2, 93 a. 108 f.Derivatives: Dimin. σωλήν-ιον, - ίδιον, - άριον, - ίσκος (hell. a. late); also - ωτός `pipe-shaped' (Lyd.) and the verbs - ίζω `to hollow out' with - ισμός (Ruf. ap. Orib.), - όομαι `to serve as a pipe' (v.l. Paul. Aeg.). - εύομαι = συμπεριφέρομαι (EM, H.); to this - ιστής m. `razor-fisher' (Phaenias ap. Ath.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation as κωλήν, πυρήν a.o. (Schwyzer 487, Chantraine Form. 166 f.), so prob. first from a noun *σωλος (- ον). Further unclear; hypothesis by Solmsen Wortforsch. 129 ff. (where extensively on meaning a. attestations): from IE *tu̯ō-l- to σῦριγξ (s. v.) and σαυρωτήρ (but s.s.v. σαύρα). - So quite unknown. Furnée 172 n. 118 suggests that the word is Pre-Greek (giving words in - ην).Page in Frisk: 2,842Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σωλήν
См. также в других словарях:
συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρθηκα βλ. πίν. 218 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπεριφέρομαι — ΝΑ βλ. συμπεριφέρω … Dictionary of Greek
συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρθηκα, δείχνω διαγωγή: Συμπεριφέρθηκε με ευγένεια στους επισκέπτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρω carry round along with pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, αδιάκριτα, αδιάντροπα … Dictionary of Greek
γαϊδουροφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, με απρέπεια και βαναυσότητα … Dictionary of Greek
δασκαλοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός δάσκαλος … Dictionary of Greek
κακοφέρνομαι — συμπεριφέρομαι άσχημα, απότομα και υβριστικά σε κάποιον … Dictionary of Greek
παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] … Dictionary of Greek
γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γάιδαρος, είμαι χυδαίος, αγενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γέρος: Ο πατέρας μου άρχισε να γεροντοφέρνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)