-
21 στιγμάτων
στίγμαtattoo-mark: neut gen pl -
22 στίγμασι
στίγμαtattoo-mark: neut dat pl -
23 στίγμασιν
στίγμαtattoo-mark: neut dat pl -
24 στίγματα
στίγμαtattoo-mark: neut nom /voc /acc pl -
25 στίγματι
στίγμαtattoo-mark: neut dat sg -
26 στίγματος
στίγμαtattoo-mark: neut gen sg -
27 stigma
stigma, ătis, n. (Petr. stigma, ae, f.) [st2]1 [-] stigmate, marque (faite avec le fer rouge). [st2]2 [-] flétrissure, note d'infamie. [st2]3 [-] coupure (au visage), cicatrice. - [gr]gr. στίγμα, ατος: piqûre. - stigmata alicui inscribere (scribere): marquer qqn.* * *stigma, ătis, n. (Petr. stigma, ae, f.) [st2]1 [-] stigmate, marque (faite avec le fer rouge). [st2]2 [-] flétrissure, note d'infamie. [st2]3 [-] coupure (au visage), cicatrice. - [gr]gr. στίγμα, ατος: piqûre. - stigmata alicui inscribere (scribere): marquer qqn.* * *Stigma, stigmatis, pen. corr. n. g. Martial. Plin. Une marque qu'on empreint sur aucun d'un fer chauld et cautere.\Stigma, per translationem. Sueton. Diffame, Diffamation. -
28 клеймо
-
29 пятно
пятнос прям., перен ἡ κηλίδα [-ίς], τό στίγμα, ἡ μουτζαλιά/ ὁ λεκές (тк. прям.):жировое \пятно ἡ λιγδιά, ἡ λίγδα· чернильное \пятно ἡ μελανιά· родимое \пятно ἡ ἐλιά, ὁ σπίλος· \пятно позора, позорное \пятно τό στίγμα, ἡ καταισχύνη· в пятнах λεκιασμένος, κηλιδωμένος· выводить пятна βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω· ◊ и на солнце бывают пятна погов. κι ὁ ήλιος δχει κηλίδες. -
30 пятно
-а, πλθ. пятна-тен, -тнам ου δ.1. στίγμα• σημάδι4. лицо в красных -ах πρόσωπο με κόκκινα στίγματα. || κηλίδα, λεκές•пятно на скатерти от вина λεκές στο τραπεζομάντηλο από το κρασί•
чернильное пятно λεκές από μελάνη, μελανιά•
жировое пятно η λίγδα, λιγδιά•
выводить -а βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω.
2. μτφ. ηθικό ρύπος, καταισχύνη, στίγμα•этот поступок будет ему вечным -ом αυτή η πράζηθα του μείνει κηλίδα σ όλη του τη ζωή
солнечные -а οι ηλιακές κηλίδες.
-
31 стигма
-ы θ. κ. стигмат, -а α.1. στίγμα, σημάδι στο σώμα δούλου ή εγκληματία.2. (στο μεσαίωνα)• πληγή.3. (ιατρ.) στίγμα δερματικό. -
32 stigma
stigma, atis, n. (στίγμα, der Stich), I) ein den Sklaven und überhaupt zur Beschimpfung eingebranntes Zeichen, das Brandmal, 1) eig., Sen., Quint. u.a. – 2) bildl., das Brandmal = Beschimpfung usw., Mart. u. Suet. – II) ein von einem ungeschickten Barbier im Gesichte gemachter Schnitt, Mart. 11, 84, 13. – / In der Vulgärspr. auch stigma, ae, f., Petron. 45, 9 u. 69, 1 (Akk. stigmam).
-
33 Schandmal
Schandmal, nota ignominiae (im allg., auch bildl.). – stigma (στίγμα, das äußere Zeichen, das jmdm. aufgedrückt wird). – documentum sceleris (bildl., Beweis von jmds. schändlicher Handlungsweise). – jmdm. ein Sch. aufdrücken, alci notam ignominiae inurere (auch bildl.); alci stigma inscribere od. imponere (eig.): jmds. Stirn, alcis fronti stigma imprimere.
-
34 Schnitt
Schnitt, I) das Schneiden: sectio (bes. der Wundärzte). – einen Sch. vornehmen an jmd. od. etwas (vom Wundarzt), secare alqm od. alqd. – II) die Art, wie etwas zugeschnitten ist, z.B. ein Kleid: habitus vestis. – ein Kleid nach dem neuen Sch., vestis nova. – III) der Einschnitt: incisura (als Vertiefung übh.). – ictus (als verletzende oder verwundende Vertiefung). – vulnus (als Wunde). – stigma (στίγμα, als entstellende Wunde). – ein Sch. in der Haut, insecta cutis. – einen Sch. machen in etwas, alqd secare (z.B. cutem); alqd incīdere (eine Vertiefung); alqd vulnerare (eine Wunde). – IV) abgeschnittenes Stück: frustum (z.B. panis).
-
35 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
36 клеймо
το σήμα, το στίγμα, η στάμπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клеймо
-
37 оспина
мед. η ουλή/το στίγμα/το σημάδι της ευλογιάς/ανεμοβλογιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оспина
-
38 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
39 пестик
1. (сцепной арматуры) о πείρος, η σφήνα 2. (ступы) το γουδοχέρι 3. бот. о ύπερ/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пестик
-
40 плена
(дефект слитка) η άμμος επί χυτού (ελάττωμα χυτού)оксидная - το στίγμα οξίδωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плена
См. также в других словарях:
στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)