-
1 στίγμα
-
2 στίγμα
στίγμα, τό, der Stich, der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Zeichen, Brandmal; von den Flecken auf der Haut des Drachen -
3 κατά-στιγμα
κατά-στιγμα, τό, Punkt, Fleck, Schol. D. Per. 443.
-
4 stigma
stigma, atis, n. (στίγμα, der Stich), I) ein den Sklaven und überhaupt zur Beschimpfung eingebranntes Zeichen, das Brandmal, 1) eig., Sen., Quint. u.a. – 2) bildl., das Brandmal = Beschimpfung usw., Mart. u. Suet. – II) ein von einem ungeschickten Barbier im Gesichte gemachter Schnitt, Mart. 11, 84, 13. – / In der Vulgärspr. auch stigma, ae, f., Petron. 45, 9 u. 69, 1 (Akk. stigmam).
-
5 stigma
stigma, atis, n. (στίγμα, der Stich), I) ein den Sklaven und überhaupt zur Beschimpfung eingebranntes Zeichen, das Brandmal, 1) eig., Sen., Quint. u.a. – 2) bildl., das Brandmal = Beschimpfung usw., Mart. u. Suet. – II) ein von einem ungeschickten Barbier im Gesichte gemachter Schnitt, Mart. 11, 84, 13. – ⇒ In der Vulgärspr. auch stigma, ae, f., Petron. 45, 9 u. 69, 1 (Akk. stigmam). -
6 κατάστιγμα
κατά-στιγμα, τό, Punkt, Fleck
См. также в других словарях:
στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)