-
1 stigma
στίγμα -
2 клеймо
-
3 пятно
пятнос прям., перен ἡ κηλίδα [-ίς], τό στίγμα, ἡ μουτζαλιά/ ὁ λεκές (тк. прям.):жировое \пятно ἡ λιγδιά, ἡ λίγδα· чернильное \пятно ἡ μελανιά· родимое \пятно ἡ ἐλιά, ὁ σπίλος· \пятно позора, позорное \пятно τό στίγμα, ἡ καταισχύνη· в пятнах λεκιασμένος, κηλιδωμένος· выводить пятна βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω· ◊ и на солнце бывают пятна погов. κι ὁ ήλιος δχει κηλίδες. -
4 пятно
-а, πλθ. пятна-тен, -тнам ου δ.1. στίγμα• σημάδι4. лицо в красных -ах πρόσωπο με κόκκινα στίγματα. || κηλίδα, λεκές•пятно на скатерти от вина λεκές στο τραπεζομάντηλο από το κρασί•
чернильное пятно λεκές από μελάνη, μελανιά•
жировое пятно η λίγδα, λιγδιά•
выводить -а βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω.
2. μτφ. ηθικό ρύπος, καταισχύνη, στίγμα•этот поступок будет ему вечным -ом αυτή η πράζηθα του μείνει κηλίδα σ όλη του τη ζωή
солнечные -а οι ηλιακές κηλίδες.
-
5 стигма
-ы θ. κ. стигмат, -а α.1. στίγμα, σημάδι στο σώμα δούλου ή εγκληματία.2. (στο μεσαίωνα)• πληγή.3. (ιατρ.) στίγμα δερματικό. -
6 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
7 клеймо
το σήμα, το στίγμα, η στάμπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клеймо
-
8 оспина
мед. η ουλή/το στίγμα/το σημάδι της ευλογιάς/ανεμοβλογιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оспина
-
9 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
10 пестик
1. (сцепной арматуры) о πείρος, η σφήνα 2. (ступы) το γουδοχέρι 3. бот. о ύπερ/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пестик
-
11 плена
(дефект слитка) η άμμος επί χυτού (ελάττωμα χυτού)оксидная - το στίγμα οξίδωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плена
-
12 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
13 пятно
η κηλίδ/α, το στίγμα, ο λεκές (ξεν.)выводить - καθαρίζω/βγάζω την -масляное - ελαίου/λαδιούсолнечное - ηλιακή -. ΡРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пятно
-
14 точка
I. 1. (мат., мех., физ.) το σημείο- αναφοράςкардинальная - опт. κύριο -- ζέσηςкритическая - κρίσιμο -, οριακό -- привязки (геод.топ.) - αναφοράς, σταθερό -счислимая (нвг.) - το αναμετρηθέν στίγμαузловая мат. - κόμβου2.(знак препинания) η τελεία 3. (графический знак) η κουκίδα. II. (затачивание) см. точение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точка
-
15 угорь
I.(рыба) о έγχελυς, το χέλι.II. мед. (сальная пробка в порах кожи) η ακμή, το στίγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угорь
-
16 клеймо
клеймос τό σήμα, ἡ μάρκα, ἡ σφραγίδα, ἡ στάμπα / τό στίγμα (на теле осужденного, тж. перен). -
17 крапиика
кра́пиик||аж ἡ βοῦλα, τό στίγμα:в \крапиикау μέ βοῦλες· с \крапиикаами στικτός, μέ βοῦλες. -
18 оспина
оспинаж (след) τό στίγμα εὐλο4ᾶς. -
19 отметина
отметинаж τό στίγμα, τό σημάδι. -
20 печать
печат||ьж1. ἡ σφραγίδα [-ς], ἡ βοῦλ-λα:государственная \печать ἡ κρατική σφραγίδα·2. перен ἡ σφραγίδα [-ίς]:\печать времени ἡ σφραγίδα τής ἐποχής· \печать позора τό στίγμα τής ἀτιμίας·3. (пресса) ὁ τύπος:свобода \печатьи ἡ ἐλευθερία τοῦ τύπου, ἡ ἐλευθεροτυπία·4. (печатание) ἡ ἐκτύπωση [-ις].-отдать в \печать δίδω προς τύπωση· выйти из \печатьи τυπώνομαι·5. (шрифт) τό στοιχεῖο[ν]:мелкая \печать τά μικρά (τυπογραφικά) στοιχεία· ◊ глубокая \печать ἡ βαθυτυπία.
См. также в других словарях:
στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)