-
81 тамга
-и θ.(παλ. κ. διαλκ.)• στίγμα, σημάδι. || σφραγίδα. || υπογραφή, τζίφρα. || τελωνειακός δασμός. -
82 тёмный
επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.1. σκοτεινός•-ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•
-ая комната σκοτεινό δωμάτιο•
-ое царство το σκοτεινό βασίλειο•
тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.
2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•-ые волосы σκούρα μαλλιά•
-ое платье σκούρο φόρεμα.
|| βαθύχρωμος.3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•-ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.
4. κακός, φαύλος-άσχημος•-ке деяния σκοτεινά έργα•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ые дела σκοτεινές υποθέσεις.
5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•-ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•
-ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.
|| παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.
6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.εκφρ.- ая мука – το χοντράλευρο•- ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•- ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο. -
83 шпорец
-рца α. κ. шпорка-и θ.το στίγμα του άνθους. -
84 κατάστιγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστιγμα
-
85 στίζω
Aστίξω Hdt.7.35
, Eup.259, Men.Sam. 108: [tense] aor.ἔστιξα Hdt.5.35
:—[voice] Med., Luc.Syr.D.59, etc.: [tense] aor.ἐστιξάμην Nonn.D.43.232
:—[voice] Pass.,[tense] aor. part.στιχθείς Porph.VP15
: [tense] pf.ἔστιγμαι Hdt.5.35
, Ar.Av. 760:— tattoo, τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται (among the Thracians) Hdt.5.6, cf. Phanocl.1.25;ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε Hdt.5.35
;ἐστιγμένους ἀνθέμια X.An.5.4.32
; of the Britons,τὰ σώματα στίζονται γραφαῖς ποικίλαις καὶ ζῴων εἰκόσιν Hdn.3.14.7
; of a Syrian, to indicate dedication to gods (cf. στιγματηφορέω), UPZ 121.8 (ii B.C.).2 esp. tattoo as a mark of disgrace, Hdt.7.35, Ar.Ra. 1511 (anap.); στίξω σε βελόναισιν τρισίν Eup.l.c., cf. Men.l.c., Call. Iamb.1.235 ( Hermes 69.177), Hermog.Stat.11; , cf. i 14 (iii B.C.);δραπέτης ἐστιγμένος Ar.Av. 760
, cf. And.Fr.5;ἐστ. αὐτόμολος Aeschin.2.79
;αἰχμαλώτους Σαμίων στίζειν κατὰ τοῦ προσώπου καὶ εἶναι τὸ στίγμα γλαῦκα Ael.VH2.9
, cf. Diph. 66.7.3 mark as one's property, στίξαι ἵππον (glossed ἐγκαῦσαι) Phot.; σ. χωρίον mark a piece of land as mortgaged, by a notice set up upon it, Poll.3.85 ([voice] Pass.).4 rarely c. dupl. acc., τοὺς δὲ ἔστιζον (codd.,ἔστιξαν Plu.
, Hude) στίγματα βασιλήϊα tattooed them with the royal tattoo-marks, Hdt.7.233; σ. ἵππον εἰς τὸ μέτωπον tattoo the figure of a horse on one's forehead, Plu.Nic.29;σ. εἰς τὸ μέτωπον γλαῦκας Id.Per.26
, cf. X.l.c.5 metaph.,εἶσ' ἅλα στίζοισα πνοά Simon.78
; στιζόμενος βακτηρίᾳ beaten black and blue, Ar.V. 1296.6 σ. τοὺς ὑμένας cause stabbing pains in, Gal.17(1).400.II Gramm., put a punctuation mark, Steph.in Hp.2.496 D., AP15.38 ([place name] Cometas);τελείαν δεῖ στίξαι Herm. in Phdr.p.84
A. (Cf. OE. stician 'to stab', Germ. sticken 'to stitch, embroider'.) -
86 τῆγμα
-
87 ἐπιστίζω
A mark with spots on the surface, speckle, Nic.Th. 332;νῶτον ἱμάσθλῃ Nonn.D.37.410
(s.v.l.):—[voice] Pass., to be spotted or speckled, Thphr.HP3.7.5;τῷ νώτῳ οἱ σημεῖα ἐπέστικται Ael.NA11.24
; to be marked with a dot,ὁ ἐπεστιγμένος Aen.Tact.31.29
.—In Moer.and Hsch., ἐπιστίζω, -στιγμα, are for ἐπι-σίζω, -σιγμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστίζω
-
88 κατάστιγμα
κατά-στιγμα, τό, Punkt, Fleck -
89 blemish
1) αμαυρώνω2) στίγμα3) ψεγάδι -
90 point
1) αιχμή2) δείχνω3) επισημαίνω4) στίγμα
См. также в других словарях:
στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)