-
61 speck
[spek]1) (a small spot or stain: a speck of ink.) κηλίδα,στίγμα,σημάδι2) (a tiny piece (eg of dust).) μόριο,κόκκος -
62 spot
[spot] 1. noun1) (a small mark or stain (made by mud, paint etc): She was trying to remove a spot of grease from her skirt.) κηλίδα,λεκές2) (a small, round mark of a different colour from its background: His tie was blue with white spots.) βούλα,στίγμα,πουά3) (a pimple or red mark on the skin caused by an illness etc: She had measles and was covered in spots.) εξάνθημα,σπιθούρι4) (a place or small area, especially the exact place (where something happened etc): There was a large number of detectives gathered at the spot where the body had been found.) σημείο,τόπος5) (a small amount: Can I borrow a spot of sugar?) μικρή ποσότητα,στάλα2. verb1) (to catch sight of: She spotted him eventually at the very back of the crowd.) διακρίνω2) (to recognize or pick out: No-one watching the play was able to spot the murderer.) εντοπίζω•- spotless- spotlessly
- spotlessness
- spotted
- spotty
- spottiness
- spot check
- spotlight 3. verb1) (to light with a spotlight: The stage was spotlit.)2) (to show up clearly or draw attention to: The incident spotlighted the difficulties with which we were faced.)•- on the spot
- spot on -
63 отметина
[ατμιέτινα] ονσ. θ. στίγμα, σημάδι -
64 рябина
[ριμπίνα] ουσ. θ. στίγμα -
65 отметина
[ατμιέτινα] ονσ. θ. στίγμα, σημάδι -
66 рябина
[ριμπίνα] ουσ θ στίγμα -
67 вкрапление
-я ουδ.1. στιγμάτιση.2. στίγμα (ξένο μόριο που εισχώρησε σ’ άλλο σώμα). -
68 выклеймить
-млю, -мишь ρ.σ.μ.1. στιγματίζω, σημαδεύω, βάζω στίγμα, σημάδι (γι.α αναγνώριση).2. διαστίζω, ποικίλλω με στίγματα. -
69 желтинка
-и θ.κιτρινάδι, κίτρινο στίγμα. -
70 знак
-а α.1. σημάδι, σημείο•опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.
|| μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•
молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.
2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.
|| στίγμα, βούλα, κουκίδα.3. οιωνός, προμήνυμα•добрый знак καλό σημάδι•
дурной знак κακό σημάδι.
4. σινιάλο, σήμα•условный знак συμβατικό σήμα•
дать знак δίνω σήμα.
5. συμβολικό σημάδι•иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•
стенографические -и στενογραφικά σημάδια•
математические -и μαθηματικά σημάδια•
алфавитные -и τα φθογγόσημα.
|| μάρκα, στάμπα•фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.
6. βλ. значок.7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.
εκφρ.- и отличия – τα εύσημα•знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•- и различия – διάσημα, γαλόνια•в знак памяти – για ενθύμιο•под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα. -
71 каинов
-а, -оεπ.του Κάιν, του εγκληματία, του φονιά• του αδελφοκτόνου, αδελφοκτόνος.εκφρ.-а печать ή -о клеймо – στίγμα εγκληματία (σε μέλος του σώματος). -
72 клеймо
-ά., πλθ. клейма ουδ.1. μάρκα, στάμπα, σφραγίδα, σημάδι.2. στίγμα στο δέρμα με κάψιμο (σε ζώα ή κατάδικους). || μτφ. ατιμία, μουτζούρα, αξιοκατάχριτη πράξη•смыть позорное клеймо ξεπλένω τη ντροπή.
3. στιγέας, ζουμπάς. -
73 крап
-а (крапу) α. στίγμα, κηλίδα (στο σώμα μερικών ζώων, πτηνών, εντόμων). || έγχρωμα στίγματα, χρωματισμός. -
74 крапина
-ы θ.έγχρωμο στίγμα. -
75 мета
-
76 отметина
-ы θ.1. σημάδι αναγνώρ ίσης. || ίχνος, αποτύπωμα.2. στίγμα, χρωματιστή κηλίδα ζώου. -
77 пежина
-ы θ.στίγμα ζωηρό στο τρίχωμα των ζώων. -
78 родимый
επ.1. (απλ.) προσφιλής, φιλτατος, υπεραγαπητός.2. ουσ. (κλήση, προσφώνηση)• πατέρα• -ая μητέρα. || πλθ. -ые οι γονείς.εκφρ.- ое пятно – α) στίγμα, κηλίδα στο δέρμα εκ γενετής, β) έμφυτο φαινόμενο• επιβίωση•- мые пятна капитализма – καπιταλιστικές επιβιώσεις.(αγιάτρευτες πληγές αυτού). -
79 рябина
-
80 тавро
-а, πλθ. тавра, тавр-ам ουδ.1. στίγμα (από καυτηριασμό).2. ο στιγέας (όργανο καυτηρίασης).
См. также в других словарях:
στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)