-
1 στίχοι
στίχοῑ, στείχωwalk: aor opt act 3rd sgστίχοςrow: masc nom /voc pl -
2 стих
стих 1-а α.1. στίχος (ποιητικός)•размер -а μέτρο στίχου•
белые -й στίχοι άνομοιοκατά-ληκτοι.
2. πλθ. ποίημα•лирическиестихи λυρικοί στίχοι•
читать -й απαγγέλλω στίχους ή ποίημα•
сборник -ов συλλογή ποιημάτων.
|| εδάφιο, παράγραφος.εκφρ.духовный стих – στίχοι (ποιήματα) θρησκευτικού εκκλησιαστικού περιεχομένου.стих 2α. άκλ: стих нашл ή накатил α) τον κατέλαβε επιθυμία, διάθεση, οίστρος, β) τον κόλλησε παραξενιά, ιδιοτροπία. -
3 вирши
-ей πλθ.παλ. στίχοι. || στίχοι της κακής ώρας, του γλυκού νερού. -
4 axamenta
axamenta, ōrum, n. (v. axo), religiöse Gesänge, die jährlich bei den Opfern des Herkules von seinen Priestern, den Saliern, gesungen wurden, Paul. ex Fest. 3, 6; vgl. Gloss. axamenta ›στίχοι επὶ θυσιῶν Ἡρακλέους‹.
-
5 partipedes versus
partipedēs versus = ποδομερεις στίχοι, Verse, die mit jedem einzelnen Versfuß einen einzelnen Teil der Rede abschließen, Diom. 499, 12.
-
6 quinquipartes versus
quīnquipartēs versūs = πενταμερεις στίχοι fünfteilige, -gliederige Verse, Diom. 498, 22 u. 499, 9.
-
7 sonorus
sonōrus, a, um (sonor), schallend, klingend, ertönend, rauschend, klangvoll, cithara, Tibull.: flumina, Verg.: tempestas, Verg.: terrificus fremitus et sonorus, entsetzliches, durchdringendes Gebrüll (des Löwen), Gell. – Compar., rationabilius est sonoriusque m. folg. Acc. u. Infin., Prisc. 2, 3. – / Nbf. nach der 3. Dekl., sonores versus (= στίχοι ηχητικοί), Diom. 498, 26 u. 499, 24 K.
-
8 vocalis
vōcālis, e (vox), I) stimm-, tonreich, klangvoll, erklingend, tönend, ertönend, A) adi.: carmen, Ov.: ranae, Plin.: chorda, Tibull.: Orpheus, der tönende = gesang- u. liederreiche, Hor.: nymphe, plaudernde, v. dem Echo, Ov.: sonus, klangvoller, heller Ton, Tac.: u. so verba vocaliora, tönendere, stärker klingende, hellere, Quint.: oratio, Varro LL.: alterum genus vocale est, Varro LL.: vocalissimus aliquis, von sehr starker Stimme, Plin. ep.: ne quem vocalem praeterisse videamur, der eine (gute) Stimme hat, Cic.: so auch vocale genus instrumenti rustici, v. den Sklaven, Varro: pueri vocales, Sänger, Schol. Iuven.: elementa vocalia, die Vokale (Ggstz. consona), Ter. Maur. 86: versus vocales = στίχοι φωναστικοί, Diom. 498, 26 u. 499, 30. – B) subst.: 1) vocālis, is, f. (sc. littera), der selbstlautende Buchstabe, der Selbstlauter, der Vokal, Quint. 1, 7, 26; Ggstz. consona, Ter. Maur. 550: öfter Plur. vocales, Cic. u. Quint. – 2) vocālēs, ium, m., Sänger, Musiker, Lampr. Alex. Sev. 34, 2. Sidon. epist. 1, 2, 9. – II) (poet.) aktiv = ertönen machend, unda, die bewirkt, daß die daraus Trinkenden singen u. Dichter werden, Stat. silv. 1, 2, 6 u. 5, 5, 2.
-
9 γείνομαι
γείνομαι, Nebenform von γίγνομαι; ΓΙΝ = ΓΕΝ mit Guna u. Umlaut, ΓΑΙΝ, ΓΕΙΝ? Oder entstanden aus ΓΕΝΊΟΜΑΙ? Oder bloße Dehnung aus ΓΕ'ΝΟΜΑΙ? – Vgl. τείνω, ΤΕΝ-. – 1) praes. u. imperf., geboren, gezeugtwerden, Hom. u. sp. D.; Iliad. 22, 477 γεινόμεϑα, Bekker γιγνόμεϑα, 10, 71 γεινομένοισιν, Bekker γιγνομένοισιν, 23, 79 γεινόμενον, Bekker γιγνόμενον, Iliad. 20, 128. 24, 210 Odyss. 4, 208. 7, 198 γεινομένῳ, Bekker γιγνομένῳ. Scholl. Aristonic. Iliad. 20, 125 ἕως τοῦ γεινομένῳ ἐπένησε (vs. 128) ἀϑετοῦνται στίχοι τέσσαρες: hiernach las Aristarch Iliad. 20, 128 γεινομένῳ, wahrscheinlich also auch an den übrigen Stellen γεινόμεϑα, γεινομένοισιν, γεινόμενον, γεινομένῳ, Sengebusch Aristonic. p. 13 sq. – 2) aorist. ἐγεινάμην, erzeugen, gebären, Hom. oft; z. B. Iliad. 5, 800 ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς; 1, 280 ϑεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ; 7, 10 ὃν κορυνήτης γείνατ' Αρηίϑοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις; Odyss. 8, 312 ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασϑαι ὄφελλον; Odyss. 20, 202 Ζεῦ πάτερ, οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός, conjunct. zu ἐγεινάμην. nicht zu γεί. νομαι, statt γείνηαι. – Folgende: ἡ γειναμένη, die Mutter, Her. 4, 10; Xen. Mem. 1, 4, 7; Arist. H. A. 7, 2 die Kindbetterin; οἱ γεινόμενοι, die Eltern, Hes. Th. 1, 120. 122 u. Folgende; auch übertr. aufs Vaterland, Eur. Phoen. 1003. Vgl. übrigens γίγνομαι γειόθεν, = γῆϑεν, Callim. frg. bei Schol. Ap. Rh. 2, 375.
-
10 κακό-μετρος
κακό-μετρος, schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.
-
11 μεί-ουρος
μεί-ουρος (wie μύουρος, w. m. s.), kurz-, stutzschwänzig, wie μύουρος, Ael. H. A. 15, 13; – στίχοι μείουροι, οἱ ἐπὶ τῆς ἐκβολῆς τὴν χωλότητα ἔχοντες, Ath. XIV, 632 e, u. sanft bei den Gramm., Hexameter, welche in einem der letzten beiden Füße eine Kürze statt einer Länge haben, wie ὅπως ἴδον αἴολον ὄφιν, u. ä. – Auch περίοδοι, Arist. rhet. 3, 9 (Bekk. μύουρος) u. a. Rhett., eine Periode mit zu kurzem Nachsatz.
-
12 δαίμων
δαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Gott, Göttin; nach Plat. Crat. 398 b u. anderen Alten von δαήμων, kundig, wie Ar. chil. frg. 50 sagt δαίμονές εἰσι μάχης; nach Anderen von δαίω, theilen, als Vertheiler der Lebensloose; = ϑεός, vgl. Il. 1, 222. 3, 420. 19, 188; so auch Tragg. Am gewöhnlichsten bei Hom. göttliches Wesen, wo man keinen bestimmten Gott nennen kann, u. doch aus Erscheinungen u. Ereignissen auf eine übermenschliche wirkende einem ϑεός zuschreibt; στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε ϑεοὶ κακότητος ἔλυσαν, eine verderbliche Gottheit fiel ihn mit Krankheit an, Od. 5, 396 (vgl. Soph. Ai. 1194); κακὸς δαίμων 10, 64; Verhängniß, Schicksal, bes. Unglück; δαίμονος αἶσα κακή Od. 11, 61; πρὸς δαίμονα, gegen das Geschick, Il. 17, 98; σὺν δαίμονι 11, 792, mit Gottes Hülfe, wie κατὰ δαίμονα Hippocr. – Unhomerisch Iliad. 8, 166 πάρος τοι δαίμονα δώσω, ich werde dir ein böses Geschick verhängen, dir den Tod geben: Scholl. Didym. vs. 166 δαίμονα δώσω: Ζηνόδοτος πότμον ἐφήσω; Scholl. Aristonic. vs. 164 ἀϑετοῦνται στίχοι τρεῖς, ὅτι εὐτελεῖς εἰσι τῇ κατασκευῇ, καὶ τὸ »πάρος τοι δαίμονα δώσω« τελείως ἐστὶν οὐ κατὰ τὸν ποιητήν· ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ λεγόμενα τοῐς προσώποις; Scholl. Didym. vs. 164 (ἄλλως.) τούτους καὶ Ἀριστοφάνης ἠϑέτησεν. – Aehnlich wie Homer auch die Tragg.: ὧδε δαίμων τις κατέφϑειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; ἀλάστωρ κακὸς δαίμων 346; δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπιτνών Ag. 1148; geradezu Unglück, Spt. 794; Glück, Pers. 811; ὠμὸς δ. Soph. O. R. 828; πλὴν τοῦ δαίμονος, außer dem Unglück, der Blindheit, O. C. 76; u. sonst; δαιμόνων κατάστασις, Zustand des Glücks, Eur.; κατὰ δαίμονα, durch Zufall, zufällig, Her. 1, 111, wie Dem. κατὰ τύχην τινὰ καὶ δαίμονα 48, 24; κατὰ δαίμονα καὶ κατὰ συντυχίαν ἀγαϑὴν ἥκεις Ar. Av. 544; σκέψασϑε τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην Aesch. 3, 115; vgl. 157; Dem. öfter; Plat. τύχην καὶ δαίμονας Rep. X, 619 c. Aehnl. δαίμονος τύχη Pind. Ol. 8, 67; Eur. Hipp. 832. – Neben ϑεός stehend bedeutet es untergeordnete Gottheiten, vgl. Plat. Legg. V, 738 d τοῖς δὲ μέρεσιν ἑκάστοις ϑεὸν ἢ δαίμονα ἢ καί τινα ἥρωα ἀποδοτέον, wie Rep. III, 342 a; Apol. 27 d εἰ δ' αὖ οἱ δαίμονες ϑεῶν παῖδές εἰσι νόϑοι; Legg. VIII, 848 d ϑεῶν καὶ τῶν ἑπομένων ϑεοῖς δαιμόνων. – Im N. T. u. K. S. böser Geist, Teufel. – Nach Hes. O. 121 sind δαίμονες Menschenseelen aus dem goldenen Zeitalter, die zwischen Himmel u. Erde sich aufhalten, die Thaten der Menschen beobachten u. sie beschirmen, ein Mittelglied zwischen Menschen u. Göttern; Plat. Phaed. 107 Schutzgeister; ἀγαϑῷ δαίμονι wurde am Ende der Mahlzeit getrunken; ἡ τἀγαϑοῠ δαίμονος φιάλη Xenarch. Ath. XV, 693 b; δαίμονος ἀγαϑοῠ μετάνιπτρον Antiphan. ib. XI, 486 f. – Seelen der Abgeschiedenen, Luc. Luct. 24; auch im sing., Geist, Schatten, Aesch. Pers. 620; Eur. Alc. 1003.
-
13 λαγαρός
λαγαρός (vgl. λαγώς u. λαπαρός), hohl eingesunken, schmächtig, im Ggstz des Strassen, Angespannten, Geschwollenen, Hippocr.; γαστήρ, Ar. Eccl. 1167; τὰ κάτωϑεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς κενεῶνας, Xen. Cyn. 4, 1 u. öfter; vom Wege, schmal, Cyn. 6, 5, wie κατὰ τὸ λαγαρώτατον, wo es am schmalsten war, Plut. Cam. 25; von Säulen, πέρα τοῦ καλοῦ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες, Plut. Poplic. 15; ποπάνευμα, Philp. 10 (VI, 231), nachher durch ὑπόκενον erkl.; von Kameelen, D. Sic. 2, 54; u. übertr., τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας, Themist. or. 6 p. 222; – λάπτειν erkl. Ath. VIII, 363 a durch τὸ τὴν τροφὴν πέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσϑαι; – στίχοι λαγαροί heißen bei den Grammatikern die in der Mitte eine kurze Sylbe statt einer langen haben, in der Mitte zu dünn, schmächtig sind, wie z. B. βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα, Od. 10, 60; vgl. Ath. XIV, 632 c; Drac. p. 7, 15. – Adv. λαγαρῶς, Philostr. imagg. 2, 2.
-
14 ἀ-κέφαλος
ἀ-κέφαλος, kopflos ( κεφαλή); bei Her. 4, 191 sind die ἀκέφαλοι fabelhafte Geschöpfe in Libyen; σώματα. νεκροί. Plut. Mar. 44 Galb. 28. – Uebertr., ohne Anfang, λόγος Plat. Phaedr. 264 c; ohne Vollendung, Legg. VI, 752 a; vgl. Luc. Scyth. 9 ἐπάγω τῷ μύϑῳ τὸ τέλος, ὡς μὴ ακέφαλος περινοστοίη; – αἵρεσις ἀκ., Partei ohne Parteihaupt, Suid. K. S. – Bei den Gramm. στίχοι, Herameter, die mit kurzer Sylbe anfangen; s. Athen. XIV, 632 d. – Bei Artemidor. 1, 35 u. VLL. = ἄτιμος. das römieche capite deminutus.
-
15 ασυναρτητος
2досл. несвязанный, стих. разнородный, состоящий из разных размеров -
16 ισοσυλλαβος
-
17 ισοχωρος
-
18 πεντασχημος
-
19 στιχος
I.gen. к * στίξ См. στιξII.(ῐ) ὅ1) ряд, линия(τῶν δορυφόρων, δένδρων Xen.)
2) стихотворная строка, стих Arph.τέτταρες ἡρωϊκοὴ στίχοι Plat. — четыре героических стиха, т.е. гексаметрическое четверостишие
-
20 белый
бел||ый1. прил ἀσπρος, λευκός.:\белый хлеб τό ἄσπρο ψωμί; ◊ \белыйые стихи (οί) ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι; \белый гриб τό ἄσπρο μανιτάρι, τό ἄσπρο φαγώσιμο; \белыйа я горячка τό τρομωδες παράλήρημα; средь \белыйа дия разг μέρα μεσημέρι; \белый у́голь ὁ λευκός ἄνθραξ;2. м (белогвардеец) ὁ λευκός, ὁ λευκοφρουρός.
См. также в других словарях:
στίχοι — στίχοῑ , στείχω walk aor opt act 3rd sg στίχος row masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… … Dictionary of Greek
Αδάμ και Παραδείσου, στίχοι θρηνητικοί — Στιχούργημα ποιητή του 14ου αι. Αποτελείται από 118 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι ο θρήνος ενός αμαρτωλού που εξιστορεί τις αμαρτίες του χρησιμοποιώντας φράσεις και χωρία από τη χριστιανική υμνολογία … Dictionary of Greek
Stichometry — is a term applied to the measurement (μέτρον) of ancient texts by στίχοι (lit. rows ) or verses of a fixed standard length.It was the custom of the Greeks and Romans to estimate the length of their literary works by measured lines. In poetical… … Wikipedia
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… … Dictionary of Greek
Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… … Dictionary of Greek
ισομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισομετρία 2. συμμετρικός 3. φρ. α) φυσιολ. «ισομετρική συστολή» συστολή μυός κατά την οποία διατηρείται αμετάβλητο το μήκος του, αλλά αυξάνεται η τάση του β) (αρχ. μετρ.) «ισομετρικοί στίχοι» ή… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek