Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γιγνόμεϑα

См. также в других словарях:

  • γιγνόμεθα — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st pl γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγνόμεθ' — γιγνόμεθα , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st pl γιγνόμεθα , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»