Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μύουρος

См. также в других словарях:

  • μύουρος — tapering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… …   Dictionary of Greek

  • μυούρως — μύουρος tapering adverbial μύουρος tapering masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύουρον — μύουρος tapering masc/fem acc sg μύουρος tapering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούροις — μύουρος tapering masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούρου — μύουρος tapering masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούρους — μύουρος tapering masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούρων — μύουρος tapering masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύουρα — μύουρος tapering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύουροι — μύουρος tapering masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυδράλιο — το 1. βλήμα πολυβόλου 2. μυδραλιοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mitraille με παρασχετισμό προς το αρχ. μύουρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»