-
1 σπόνδυλος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπόνδυλος
-
2 σπόνδυλος
vertebraΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπόνδυλος
-
3 σφόνδυλος
σφόνδῠλ-ος, ὁ (ἡ, v. infr. 1b), [dialect] Ion. and later Greek [full] σπόνδῠλος (as in Hp. (v. infr.), Str.2.5.6, also in Pherecr.23 (codd.Clem.Al.), and some passages of Arist., asPA 654b16):—A vertebra, Ar.V. 1489(anap.), Pl.Ti. 74a;σύγκειται ἡ ῥάχις ἐκ σφονδύλων Arist.HA 516a11
, cf. PA 651b34; esp. one of the cervical vertebrae, Hp.Aph.3.26, cf. Arist. PA 686a21, 692a3: pl., backbone, spine, E.Ph. 1413 (so in sg., Pherecr.23); or neck, E.El. 841 (so in sg., LXX Le.5.8).b generally, joint, esp. in the scorpion's tail, Nic.Th. 798 (where it is fem.), 781, Hipparch.3.4.2.d a kind of mussel or oyster, Sor. 1.51, Gal.6.734;σ. θαλάσσιοι Edict.Diocl.5.10
; Lat. spondylus, Plin. HN32.60, 154.II from resemblance to vertebrae,1 one of the tambours in a column, Callix.1 ([etym.] σπ-), Milet.7.59, al. ([place name] Didyma), IG22.1668.43, 1672.310; not necessarily round, ib.11 (2). 161 A70 (Delos, iii B.C.); σ. μεγάλοι perh. drums of columns used as missiles, Ath.Mech.37.7.2 circular whorl which balances and twirls a spindle, Pl.R. 616c sq., Thphr.HP3.16.4, Plu.2.745f, Sor. 1.110, Poll.7.31, Edict.Diocl.13.5;σπόνδυλος Poll.10.125
(v.l. σφ-), Them.Or.32.356c.b the shape of that part of the terrestrial sphere which lies between the Equator and the Arctic Circle, Str.2.5.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφόνδυλος
-
4 ἐκπηδάω
A- πηδήσομαι Luc.Zeux.8
,- ήσω App.Hisp.20
: [tense] pf. :—leap out,ἐς τὴν θάλασσαν Hdt.8.118
(v.l. ἐκπηδέειν, cf. 1.24) ;ἐπί τινα Lys.3.12
.2 make a sally, X.An. 7.4.16, App.l.c. ;ἐκ τῆς ἐνέδρας Hell.Oxy.16.2
; escape,ἐκ τῆς πόλεως Men.Per.Fr.3
, cf. Wilcken Chr. 1 ii 13 (iii B. C.), Plb.1.43.1 : metaph.,ἐ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Pl.R. 495d
.3 leap up, start,εὕδουσαν ἐ. S.Tr. 175
;τοῦ ὕπνου Philostr. VA2.36
; throb, of the heart, Aristaenet.2.5; λόγος ἐ. τοῦ στόματος ib.10.II start out of place,σπόνδυλος ἐ. Hp.Art.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπηδάω
-
5 σπονδύλη
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπονδύλη
-
6 σφόνδῠλος
σφόνδῠλοςGrammatical information: m.Meaning: `(cervical) vertebra', metaph. `column-drum, spindle's whorl etc.' (Ar., Pl., Arist., inscr. etc.).Other forms: also (non-Att.) σπόνδυλος, often as v. l. beside σφ- (Pherecr., Hp., Arist. a.o.; details in Hiersche Ten. asp. 204).Compounds: Compp. σφονδυλο-δίνητος `spun with the spindle's whorl' (AP), πολυ-σφόνδυλος `with many whorls' (Luc.).Derivatives: 1. σφονδύλ-ιον n. `cervical vertebra' (Υ 483 [cf. Bechtel Lex. s. v., Antim.), plantname `common medicinal herb, Heracleum sphondylium' (Dsc. a.o.). 2. - ίς f. `id.' (Ps.-Dsc.). 3. - όεις `consisting of whorls' (Man.), - ώδης `whorl-like' (sch.). 4. ἐκ-σφονδυλίζω `to break a vertebra' (LXX, EM).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V, S)Etymology: Formation as κόνδυλος, δάκτυλος, prob. first from a noun *σφόνδος, already by Pott connected with the also in σφενδόνη (s. d.), σφεδανός, σφοδρός, σφαδάζω supposed verb for `have condulsions'. -- Prob. a Pre-Greek word. It may have had *σφανδ- with α \> ο before υ.Page in Frisk: 2,832-833Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφόνδῠλος
См. также в других словарях:
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — ο 1. καθένα από τα οστά που συναποτελούν τη σπονδυλική στήλη. 2. καθένα από τα κυλινδρικά μάρμαρα ή τις πέτρες από τις οποίες αποτελείται ο κίονας. 3. μέρος της ατράκτου των μηχανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Massospondylus — Opisthokonta Massospondylus Temporal range: Early Jurassic, 200–183 Ma … Wikipedia
σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
νεφρίτης — Ορυκτό μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου και του ασβεστίου, που πολλές φορές αντικαθίσταται κατά ένα μέρος από σίδηρο. Ανήκει στην ομάδα του ακτινολίθου (αμφίβολοι)· το χρώμα του είναι πρασινωπό έως λευκό, οι κρύσταλλοι του ανήκουν στο μονοκλινές… … Dictionary of Greek
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Spondylolisthesis — Not to be confused with spondylosis, spondylitis, or spondylolysis. Spondylolisthesis Classification and external resources X ray of the lateral lumbar spine with a grade III spondylolisthesis at the L5 S1 level … Wikipedia
Temnospondyli — Temnospondyls Temporal range: Early Carboniferous Early Cretaceous, 330–120 Ma Possible descendant taxon Lissamphibia survives to present … Wikipedia