-
1 σπόγγοι
σπόγγοςsponge: masc nom /voc pl -
2 πολύ-τρητος
-
3 λεπτό-τρητος
λεπτό-τρητος, fein durchbohrt, mit engen Löchern, σπόγγοι, Diosc.
-
4 αραιος
I.ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
II.3 и 21) призываемый в молитвах(Ζεύς Soph.)
2) отягощенный проклятьем, проклятый(γονά Aesch.; ἀραῖόν τινα λαβεῖν Soph.)
3) гибельный, губительный, несущий проклятье(τινι Aesch., Soph., Plat.)
-
5 αραιος...
ἁραιός...ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
-
6 πολυτρητος
21) губчатый, ноздреватый, скважистый(σπόγγοι Hom.)
2) просверленный во многих местах, со многими отверстиями(δόνακες, αὐλοί Anth.)
-
7 сидящий
επ.καθιστός, καθήμενος•стрелять на -ую птицу πυροβολώ στο καθιστό πουλί•
уснуть в -ем положении κοιμούμαι καθιστός•
-ие места καθιστές θέσεις.
|| καθιστικός•-ая жизнь καθιστική ζωή.
εκφρ.- ие животные – ακίνητα ζώα (σπόγγοι, κοράλλια). -
8 εὐαφής
A soft, of seeds ready to germinate, Thphr.CP2.17.10;σπλήν Aret.SD1.14
; of tumours, = εὔεικτος, Paul.Aeg.6.3: metaph., susceptible,νοῦς Plu.2.588e
. Adv. [comp] Sup. - εστάτως, σκευαζομένη ἔμπλαστρος Aët.16.47
.II [voice] Act., having a gentle, delicate touch,ἀνήρ Aret.CA2.9
;τὸ εὐαφὲς τῶν δακτύλων Luc.Im.14
;σπόγγοι Paul.Aeg.4.21
: [comp] Sup.τὸ -έστατον Ph.Fr.14
H.: metaph., εὐ. μετάβασις an easy, unforced transition, Luc.Hist.Conscr.55. Adv. -ῶς, [dialect] Ion. - έως, gently, Id.Harm.1, Aret.CA1.6: metaph., δεικνύναι point out gently, M.Ant.11.18.4. -
9 κατάτρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάτρησις
-
10 πολύτρητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτρητος
-
11 χαῦνος
A porous, spongy, Hp.Aph.5.67; χ. ὀστέα, such as the collar-bone, Id.Art.14; loose, ;μαστοί Sor.1.88
;ἅλες χ. καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών Arist.Mete. 359a32
; γῆ, opp. στερρός, Id.Pr.l.c., cf. Ephor.65 (e) J.; loose-grained, of timber, Thphr.HP3.4.3, 5.3.3; also of the fruit of the medlar, spongy, ib.3.12.5; -ότατος πυρετός, = ῥοώδης (A) 11.a, Erot. s.v. σπόγγοι; τὸ χ. D.S.3.14. Adv. -νως, of garments hanging loosely, Hdn.4.15.3; of bandaging, Pall. in Hp. Fract.12.285C.II metaph., empty, frivolous,νόος Sol.11.6
;πραπίς Pi.P.2.61
;κενεᾶν ἐλπίδων χαῦνον τέλος Id.N.8.45
;χαῦνα μὲν τότ' ἐφράσαντο Sol.34
; conceited,Pl.
Lg. 728e;ὁ μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, ἀνάξιος ὤν, χαῦνος Arist.EN 1123b9
: [comp] Comp.,οἱ -ότεροι τεχνῖται Phld.Rh.1.376
S. Adv.- νως
sluggishly,Eustr.
in EN379.15. -
12 ἀραιός
A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161; ; narrow,εἴσοδος Od.10.90
; of ships, Hes.Op. 809; φάλαγγες ἀ., opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol. 1335b13.II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 ([comp] Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr. 880a38; freq. in Hp., as VM22;δέρμα Aph.5.71
;ὀστέον Art.33
;εἴρια Mul.1.1
;ὁμίχλη.. νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu. 394a21
, cf. Mete. 364b25 ([comp] Comp.);σπόγγοι D.S.3.14
.2 in Tactics,in open order, opp.πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.III intermittent,πνεῦμα Hp.Epid.1.26
.ά, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv.- ῶς Hp.Nat.Puer.24
; of the pulse, Gal.9.444,al.VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.) -
13 ὑπόσομφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόσομφος
-
14 πολύτρητος
πολύ-τρητος, viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern
См. также в других словарях:
σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… … Dictionary of Greek
σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
αναξονικός — ή, ό Ζωολ. λέγεται για ζωικές μορφές οι οποίες δεν παρουσιάζουν άξονα ή επίπεδο συμμετρίας. Τέτοιοι οργανισμοί είναι π.χ. οι Γυμναμοιβάδες και μερικοί Σπόγγοι … Dictionary of Greek
αποικία — Στην αρχαία εποχή, α. ονομαζόταν η πόλη που χτιζόταν από κατοίκους μιας πόλης σε άλλη χώρα. Από τον 15o αι. μ.Χ., α. ονομάζεται μια περιοχή εξαρτημένη από άλλη χώρα, που εκμεταλλεύεται τους οικονομικούς κυρίως πόρους της (βλ. λ. αποικιοκρατία).… … Dictionary of Greek
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… … Dictionary of Greek
κνίδη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 443 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΑ της πόλης των Γρεβενών. Αποτελεί έδρα του δήμου Βεντζίου. Τον Μάιο του 1995 καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή. * … Dictionary of Greek
μετάζωα — Πολυκύτταροι ζωικοί οργανισμοί, που συνιστούν μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις του ζωικού βασιλείου, μαζί με τα πρωτόζωα, τα οποία αποτελούνται από ένα μόνο κύτταρο. Τα πολυάριθμα κύτταρα που συνθέτουν το σώμα των μ. είναι οργανωμένα σε… … Dictionary of Greek