-
1 αραιά
ἀραιόςthin: neut nom /voc /acc plἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc /acc dualἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀραιά
ἀραιόςthin: neut nom /voc /acc plἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc /acc dualἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αραία
ἀραί̱ᾱ, ἀραῖοςprayed to: fem nom /voc /acc dualἀραί̱ᾱ, ἀραῖοςprayed to: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀραί̱ᾱͅ, ἀραῖοςprayed to: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 ἀραιά
-
5 αραία
-
6 ἀραῖα
-
7 αραιά
-
8 ἀραιᾷ
-
9 ἀραιά
-
10 ἀραιά
-
11 ἀραία
Βλ. λ. αραία -
12 ἀραίᾳ
Βλ. λ. αραία -
13 изредка
επίρ.αραιά, αραιά και που, κατ αραιά διαστήματα, σπάνια, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που σποραδικά αριά και ανάρια. -
14 ἀραιός
ἀραιός, ά, όν, nach den Atticisten att. ἁραιός; auch bei Hom. so zu lesen nach Herodian., Scholl. Iliad. 18, 411 δασύνεται τὸ ἁραιαί, Scholl. Od. 10, 90 δασυντέον τὸ άραιή; vgl. Scholl. Iliad. 5, 425; – dünn, schmal, eng, schwach; γλώσσῃσιν ἁραιῇσιν, Zungen der Wölfe, Iliad. 16, 161; ἁραιὴ εἴσοδος, eines Hafens, Od. 10, 90; κνῆμαι ἁραιαί, des hinkenden Hephästos, Iliad. 18, 411. 20, 37; χεῖρα ἁραιήν, der unkriegerischen Aphrodite, 5, 425; vgl. Nicias 8 (VII, 200); φωνή Theocr. 13, 59; Qu. Sm. 9, 466; νῆας, leichte, Hes. O. 807, nach Schol. ἐλαφράς; E. M. erkl. βλαπτικάς, u. las wohl ἀραίας. Es bildet bes. den Ggstz zu πυκνός, nicht dicht, sondern einzeln stehend, φάλαγγες ἀραιαί τε καὶ βαϑύτεραι Xen. Lac. 11, 6; ὀμίχλη νέφους ἀραιοτέρα Arist. mund. 4; bes. bei sp. D., z. B. δάφνη Nic. Th. 575, Schol. λεπτόφυλλος; dah. bei Medic. σφυγμός, πνεῠμα, langsam, nach langen Zwischenräumen; – ἀραιὰ γαστήρ Nic. Th. 133, der Unterleib, die Weichen (Dünnung); auch subst. ἡ ἀραιά. – Adv. ἀραιῶς, z. B. ϑύρα ἀρ. ἐπικειμένη Suid.
-
15 αραιός
-
16 когда
επίρ. κ. σύνδ.1. επίρ. ερωτημ. πότε;•когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;
2. επίρ. χρον. πότε•не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•
неизвестно, когда άγνωστο πότε.
3. κάποτε, ενίοτε•когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•
когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.
4. σύνδ. χρον. όταν•это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.
5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.
εκφρ.есть -! – δεν ευκαιρώ!•когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια. -
17 редкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко; συγκρ. β. реже, υπερθ. β. редчайший.1. αραιός•-ие зубы αραιά δόντια•
-ие волосы αραιά μαλλιά•
-ая ткань αραιό ύφασμα.
2. σπάνιος-редкийое явление σπάνιο φαινόμενο•редкий случай σπάνια περ•ίπτωση.
3. δυσεύρητος•-ая книга σπάνιο βιβλίο•
крайне редкий σπανιότατος.
4. εξαιρετικός•женщина -ой красоты γυναίκα εξαιρετικής (σπάνιας) ομορφιάς.
-
18 ἀραιός
A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161; ; narrow,εἴσοδος Od.10.90
; of ships, Hes.Op. 809; φάλαγγες ἀ., opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol. 1335b13.II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 ([comp] Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr. 880a38; freq. in Hp., as VM22;δέρμα Aph.5.71
;ὀστέον Art.33
;εἴρια Mul.1.1
;ὁμίχλη.. νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu. 394a21
, cf. Mete. 364b25 ([comp] Comp.);σπόγγοι D.S.3.14
.2 in Tactics,in open order, opp.πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.III intermittent,πνεῦμα Hp.Epid.1.26
.ά, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv.- ῶς Hp.Nat.Puer.24
; of the pulse, Gal.9.444,al.VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.) -
19 атмосфера
η ατμόσφαιραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > атмосфера
-
20 дымка
η άχνα, η αχλύςатмосферная - η αχλύ, η αραιά ομίχληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дымка
См. также в других словарях:
ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιᾷ — ἀραιός thin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραία — ἀραί̱ᾱ , ἀραῖος prayed to fem nom/voc/acc dual ἀραί̱ᾱ , ἀραῖος prayed to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίᾳ — ἀραί̱ᾱͅ , ἀραῖος prayed to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιᾶι — ἀραιᾷ , ἀραιός thin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιάν — ἀραιά̱ν , ἀραιός thin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιάς — ἀραιά̱ς , ἀραιός thin fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek